Σ'ένα μπαλκονάκι έρημο, σε σπίτι στοιχειωμένο
στεκόταν μια νεαρή κι έκλαιγε για τη μαύρη μοίρα.
Άϋλα τα χέρια της, τα μάτια της να αγγίξει δεν μπορούσε
μα ο πόνος πιο σαρκικός και ζωντανός από ποτέ.
Τα δάκρυα ολοζώντανα και γεμάτα, έσταζαν στου μπαλκονιού την κόκκινη σκουριά
και σαν σταγόνες από αίμα έπεφταν στης γης το πράσινο χορτάρι.
Πόνος και θλίψη στην ψυχή που στέκει στο έρημο μπαλκόνι.
Τραγούδι αβάσταχτης λύπης βαραίνει το δάσος που την περιτριγυρίζει.
Οι λύκοι τις νύχτες ένωναν το μελαγχολικό τους τραγούδι με το δικό της
κι έπλεκαν μαζί ένα διάφανο μοιρολόϊ.
Έτυχε μια νύχτα όμορφη ένας νέος να χαθεί στου δάσους τις σκιές.
Μα άφοβος σαν ήταν και γενναίο παλικάρι, δεν δίστασε το δάσος να γνωρίσει
κάτω από του φεγγαριού το φως.
Το χέρι του σήκωνε και τα δάχτυλα του περιεργαζόταν ψαχουλεύοντας τον απαλό αέρα.
Ξάπλωσε σε ένα δέντρο να ονειρευτεί και στο ταξίδι του ξεκούραση να δώσει
και κάποια στιγμή, σα να'τανε γραμμένο από την μοίρα, άκουσε το μοιρολόϊ των λύκων και της νεαρής
που στοίχειωνε το έρημο μπαλκόνι.
Σηκώθηκε και ησυχία μέσα του δεν έβρισκε.
Να βρεί την πηγή του θλιμμένου τραγουδιού ήθελε, να ακούσει καθαρότερα τα λόγια.
Περπάτησε μέσα από σκιές και μέσα από τ'αγκάθια των μαύρων θάμνων,
έκοβε πολλές φορές με το σπαθί τα κλαδιά που σαν δαινόνια χέρια τον δρόμο του έκλειναν
και του κώβαν το μονοπάτι.
Και μέσα στην αγωνία του και την μεγάλη θέληση του,
κάτω από το μπαλκόνι βρέθηκε και στάθηκε σαστισμένος.
Το τραγούδι δυνατό και ο αέρας κρύος...
Οι λύκοι ουρλιάζανε σα να ήρθε το μεγάλος Τέλος!
Μα το τραγούδι μάγεψε τις επιθυμίες του γενναίου νέου
και πήγε κάτω από το μπαλκόνι της νεαρής και ξάπλωσε καταγής.
Έκλεισε τα μάτια του και αφέθηκε στα λόγια...
Λόγια που πονούσαν στην καρδιά και θολώναν το μυαλό...
Μια ιστορία άκουσε, μιας νεκρής ωραίας κόρης...
Που κάποιος νέος την κορόϊδεψε και τέλος στην ζωή της πρόλαβε να δώσει.
Και τώρα χωρίς αγάπη και αγκαλιά, φυλακισμένη σε ένα μπαλκόνι περιμένει
μήπως και έρθουν τα γλυκά πουλιά και ανατήλει πάλι ο ήλιος.
Η ψυχή της τον δρόμο της να βρεί μαζί με μια αγάπη.
Κι ο νέος ακούγοντας τα λόγια έκλαψε και πόνεσε μαζί της
Να την δει την δύναμη δεν είχε, μόνο να την ακούει.
Τα δάκρυα της ένιωθε πάνω στο μέτωπο του
και την αγάπησε τρελά με πάθος και με όρκο!
Και θόλωσε του νέου το μυαλό και δεν έλεγχε τις σκέψεις!
Πήρε το σπαθί γερά απ'τη λαβή και την μύτη του γύρισε
στης καρδιάς του τους παλμούς σταματημό να βάλει.
Και όλα πέρασαν σαν αέρας που σταματά τον χρόνο.
Δεν ένιωσε τίποτα, καμιά αλλαγή, κανένα πόνο.
Σήκωσε το βλέμμα του και είδε στο μπαλκόνι μια κοπέλα.
Γαλάζιο φόρεμα φορούσε... Μάτια βουρκωμένα γκριζογάλανα,
μαύρα σαν την νύχτα τα μαλλιά της... Και ρόδα σκέπαζαν τα μάγουλα της.
Έτρεξε στου σκοτεινού σπιτιού τις σκάλες και στο μπαλκόνι βρέθηκε
τα χέρια της στα δικά του να πάρει.
Σαστισμένη η νεαρή τον κοίταξε στα μάτια
κι εκείνος νέο τραγούδι έπλεξε, γεμάτο έρωτα κι αγάπη
και σαν επίλογο έβαλε επιθυμίες του γλυκού ουρανού...
Και τότε τα δάκρυα έπαψαν, και το μοιρολόι χάθηκε μαζί με τις σκιές του δάσους.
Και οι λύκοι αλυχτούσαν για θρίαμβο και πάθος!
Και τα πουλιά κελαηδούσαν για δρόμους γεμάτους φως!
Και οι δυο νέοι αγκαλιάστηκαν στου μπαλκονιού την ερημιά...
Και τότε γέμισε με χρώμα το κάγκελο και η σκουριά χάθηκε στην γης την καταχνιά...
http://like-wolves-life.pblogs.gr/tags/skepseis-gr/pages/12.html
Πέμπτη 18 Ιουνίου 2009
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)


Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.