Κάθε νύχτα που περνούσαν μαζί άξιζε περισσότερο κι απο μια ζωή. Η κοπέλα αφέθηκε να χορεύει μαζί του, δεν είχε σημασία πια το παρελθόν και το μέλλον, μοναχά οι δικές τους στιγμές είχαν σημασία. Οι δυό τους γίναν ένα και γελούσανε ευτυχισμένοι κάθε μέρα. Ο κόσμος τους κοιτούσε παράξενα. Κανείς δε μπορούσε να καταλάβει.
Ο μικρός μάγος της μιλούσε συνέχεια για τις μέρες που θα έρθουν, για τον κήπο και τα λουλούδια τους, κοιτούσε στη γυάλινη σφαίρα του και έβλεπε τα παιδιά τους να γεννιούνται και να έχουν το χαμόγελο της. Μα απρόσεκτος όπως ήταν δεν είδε τη σκιά που παραφύλαγε. Κι έτσι μια μέρα λαβώθηκε άσχημα.
Τότε η κοπέλα τρόμαξε πολύ, φοβήθηκε πως μια μέρα μπορεί να τον χάσει, κατάλαβε πόσο ερωτευμένη είναι μαζί του κι οτι τον αγαπάει όσο τίποτα άλλο στη ζωή της.

Ο μικρός μάγος έγινε καλά σιγά σιγά, όμως η σκιά τον περιτριγύριζε ακόμα κι έτσι μια μέρα αποφάσισε πως δεν ήταν αρκετή η αγάπη για εκείνον, την έδιωξε απο κοντά του και αποφάσισε να συνεχίσει το ταξίδι της αναζήτησης του.
Η κοπέλα δε μπορούσε να καταλάβει γιατί την έδιωξε, δεν είχε δει τη σκιά που παραφύλαγε τόσο καιρό. Προσπαθούσε συνεχώς να πλησιάσει ξανά την καρδιά του, μα εκείνος έχτιζε τείχο ψηλό γύρω του για να μη την βλέπει και να την ξεχάσει. Έσκαβε με τα νύχια της τις πέτρες προσπαθώντας να ανοίξει μια μικρή σχισμή στο τείχος του μάγου, φώναζε με όση δύναμη είχε στα πνευμόνια της να την κοιτάξει. Τα νύχια της μάτωναν και πονούσαν μα δε κατάφερε ποτέ να ανοίξει μια τόσο δα μικρή τρυπούλα στον τείχο που ολοένα και γινόταν ψηλότερος, κι έτσι φώναζε ακόμα πιο δυνατά για να την ακούσει μα εκείνος δεν άκουγε.
Ο πόνος στην καρδία της έσβησε το χαμόγελο της, τα μάτια της θόλωναν απο τα δάκρυα και τριγυρνούσε χαμένη στο δάσος γύρω απο το τείχος που είχε χτίσει ο μάγος για να μην την βλέπει. Οι περαστικοί την κοιτούσαν να τριγυρνάει στο δάσος και προσπαθούσαν να την κερδίσουν προσφέροντας της ότι ήθελε για να τους ακολουθήσει. Μα εκείνη το μόνο που ήθελε ήταν να βλέπει εκείνον να της χαμογελάει κοιτώντας την στα μάτια.
Όσο η κοπέλα προσπαθούσε να πλησιάσει το μάγο για να ξανακερδίσει την καρδιά του, τόσο η καρδιά του μάγου σκλήραινε απέναντι της μέχρι που άρχισε να την περιγελάει ξεχνώντας ποια είναι. 'Αρχισε να παίζει μαζί της, να της φέρεται απαίσια, να τη βρίζει και να της φωνάζει. Την κατηγορούσε για το κάθε τι, ακόμα κι αν δεν υπήρχε λόγος. Στα μάτια του η μικρή νεράιδα είχε γίνει κακή μέγαιρα που προσπαθούσε να τον καταστρέψει και ξεκίνησε πόλεμο μαζί της.
Τα όπλα τους έκαιγαν και μάτωναν το σώμα και την ψυχή τους. Κάθε μάχη ήταν ταυτόχρονα νίκη και ήττα. Πολεμούσαν ο ένας τον άλλο λαβώνοντας τις ψυχές τους. Δεν έχει σημασία ποιανού ψυχή λαβωνόταν κάθε φορά, γιατί πονούσαν και οι δύο. Γιατί οι δύο, είχαν γίνει απο καιρό ένα. Γιατι η φλόγα της αγάπης που ένωσε τις ψυχές τους κάποτε ήταν άσβεστη και τίποτα δε θα μπορούσε να τη σβήσει. Παλεύαν προσπαθώντας να ξεπεράσουν κάθε όριο, μα όρια δεν υπήρχαν ανάμεσα τους.
Κάποτε η κοπέλα αποφάσισε να σταματήσει να πολεμάει γιατί είχε ξεχάσει πια για ποιό λόγο πολεμούσε, σήκωσε λευκή σημαία να δει ο μάγος την υποχώρηση της, μα εκείνος προτίμησε να πολεμήσει κι άλλο μαζί της.
Η κοπέλα σκεφτόταν τις νύχτες το μάγο κι αναρωτιόταν γιατί δεν τον μισεί, μα ήξερε πως δεν θα μπορούσε ποτέ να τον μισήσει. Κι ο μάγος αναρωτιόταν πολλές φορές γιατί δε μπορεί να μισήσει πραγματικά την κοπέλα μα ήξερε πως αυτό δε γίνεται. Μοιάζει καμιά φορά ο έρωτας με πόλεμο και η αγάπη με μίσος όμως πάντοτε ο έρωτας θα παραμένει έρωτας και η αγάπη θα παραμένει αγάπη.

Ο πόλεμος σταμάτησε μια μέρα. Η κοπέλα αγαπούσε ακόμα πάρα πολύ το μάγο μα είχε κουραστεί απο το μακρύ πόλεμο και τη συμπεριφορά του μάγου απέναντι της. Ποτέ δε κατάλαβε γιατί ξεκίνησαν αυτόν τον άσκοπο πόλεμο μεταξύ τους. Οι κακουχίες του πολεμου όμως την έκαναν πιο δυνατή. Πλέον τίποτα δε μπορούσε να την πονέσει.
Ο μάγος κατηγορούσε την κοπέλα οτι έφταιγε για την συμπεριφορά του απέναντί της. Δε κατάλαβε πως ο ένας λάβωνε τον άλλο τόσο καιρό δίχως λόγο. Ο μάγος σκεφτόταν πως έχει χάσει τον αυτοσεβασμό του και πως ποτέ δε θα μπορούσε να κοιτάξει τον εαυτό του ξανά σε καθρέφτη.
Μα είχε ξεχάσει κάτι.
Πως ο μόνος καθρέφτης που θα του δείχνει πάντοτε την αληθινή ψυχή του, βρίσκεται στα μάτια της κοπέλας που τον πίστεψε και τον αγάπησε δίχως όρια.
Κι όσο η κοπέλα θα μπορεί ακόμα να κλείνει τα μάτια της και να βλέπει στην αγκαλιά της την εικόνα ενός παιδιού με τα δικά του μάτια να της χαμογελάει, θα έχει ακόμα κρυμμένη λίγη ονειρόσκονη στο σακούλι που της χάρισε κάποτε η μοίρα, για να τον κάνει ευτυχισμένο ξανά.
Μα αυτή τη φορά θα πρέπει ο μάγος να αναζητήσει μόνος του τους τελευταίους κόκκους της ονειρόσκονης της.
Και είναι η ονειρόσκονη της, η ελπιδα απο το κουτί της πανδώρας που άνοιξε.

ΤΕΛΟΣ ΠΡΩΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ
Υ.Γ. Η συνέχεια του παραμυθιού μπορεί να γραφτεί μόνο από την πένα του μάγου
Γράφτηκε από την Magica
http://meneksedia.pblogs.gr/tags/paramythia-gr.html


Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.