Ο Κόσμος του Δάσους και η Κυρά, χρόνια περίμεναν την γέννηση αυτού του λύκου. Φωτιά βγήκε μέσα από τα έγκατα της γης και μέσα σε αυτήν ενώθηκαν οι στάλες τις βροχής και κομμάτια γης. Και όταν έγιναν ΈΝΑ, πάγωσαν και δημιουργήθηκε ένας μικρός λοφίσκος. Στην πορεία των ημερών άνθιζε γοργά με άνθη και πρασινάδα. Και μοσχομύριζαν πιο έντονα από κάθε άλλο μέρος ανθισμένο στο μαγεμένο Δάσος της Κυράς. Τα αστέρια το δηλώναν και κάθε νύχτα έδειχναν το σημείο από όπου θα έρχόταν μια νέα ζωή. Ώσπου την πιο όμορφη νύχτα του Ουρανού, με το ολόγιομο Φεγγάρι γεννήθηκε μέσα από Γη, Φωτιά και Νερό ο Φεγγαρογεννημένος Λύκος.
Ο Λύκος Αθάνατος προοριζόταν στην ψυχή και φοβέρα καμιά στην καρδιά να μη του σταθεί. Τα τραγούδια και οι χοροί έπαψαν όταν η Κυρά μέσα στην ψυχή του κοίταξε και αργότερα στα αστέρια. Το μέλλον του ήθελε να δει, την τύχη που θα τον συνόδευε στην πορεία της ζωής του. Και γέλασε με την καρδιά της η Κυρά όταν είδε την δύναμη και την σοφία που θα κυριαρχούν μέσα στον αγαπημένο της Λύκο. Μα στάθηκε το βλέμμα της σε μια Σκιά...
"Αθάνατος είσαι Λύκε μου... Μα τα χρόνια σου δεν θα είναι πολλά..."
Και δάκρυσε η Κυρά... Μελαγχώλησαν τα αστέρια... Αποσύρθηκαν με λύπη τα Στοιχειά και κρύφτηκε το Φεγγάρι...
Και μέσα στο απόλυτο Σκοτάδι έλαμψε στα μάτια η Κυρά και του έδωσε υπόσχεση μεγάλη. Φίλη του θα του σταθεί, ποτέ μακριά του δεν θα πετάξει. Και στον δρόμο του θα έχει πάντα την ευχή της και την βοήθεια της. Κι όταν φτάσει η ύστατη στιγμή στο πλάϊ του θα κάτσει και τρυφερά από το χέρι τον δρόμο του θα χαράξει προς μια χώρα όπου οι ψυχές δεν χάνονται και οι Σκιές θέση καμιά δεν έχουν.

Τα χρόνια του Λύκου στο Δάσος της Κυράς ήταν γεμάτα ομορφιά και συντροφιά. Μεγάλωσε, έγινε σπουδαίος ανάμεσα στα σπουδαία όντα που κατοικούσαν πίσω από τις φυλλωσιές του Δάσους. Και η Σοφία του μεγάλωνε συνεχώς. Μελαγχολικός πάντα αλλά γεμάτος αγάπη. Έγινε ο Φύλακας του Δάσους της Κυράς και καμιά Σκιά δεν τολμούσε να πλησιάσει. Οι ιστορίες των τελευταίων Χρυσαετών λένε πως η Κυρά του έκανε κάποτε το πιο όμορφο δώρο που θα μπορούσε να δωθεί. Του χάρισε φτερά για να πετά ψηλά, εκεί όπου οι επιθυμίες του έβρισκαν τον άνεμο και η ψυχή του την γαλήνη. Λένε ότι δεν ήταν λίγες οι φορές που πέταξε μαζί τους ή που πολέμησε στους Ουρανούς στο πλάι τους. Η παρουσία του στον αέρα πάντα επιβλητική, προκαλούσε τρόμο σε κάθε απειλή. Και έζησε με αυτά τα φτερά αρκετό καιρό, λένε, πριν τα χάσει σε μια μάχη με τον τελευταίο Μαύρο Δράκο. Από τότε ξεκίνησε ο η πορεία του προς την τελική Οδό της ζωής του. Όταν κάθε εχθρικό ον έφυγε μακριά από το Δάσος της Κυράς κι ένιωσε την ασφάλεια του τόπου, έφυγε για την μεγάλη του Αποστολή. Εκείνη που του δόθηκε στο πρώτο Φεγγαρόφως της ζωής του. Ο δρόμος του ήταν μεγάλος και δύσκολος. Γεμάτος πόνους και στερήσεις. Αλλά ποτέ του δεν έκανε βήμα προς τα πίσω. Ποτέ του δεν λύγισε ή φοβήθηκε. Η προσφορά του ήταν μεγάλη αφού έφερε στο φως την μεγάλη γενιά των λύκων. Μπορεί να μην ήταν σαν κι αυτόν αλλά δεν είχαν να ζηλέψουν τίποτα από την ομορφιά του ή το σθένος του. Τους δίδαξε καλά και τους χάρισε σοφία. Μα μέσα σε όλα αυτά εκείνοι μόνοι τους λάτρεψαν και την μελαγχολία. Έμαθαν από εκείνον την μοναξιά και την αξία της συντροφικότητας. Την σημασία της φιλίας και του όρκου. Κι όταν είδε ότι το έργο του τελείωσε και ότι το δημιούργημα του ήταν όπως θα ήθελε, έφυγε κι από εκεί. Θέλησε να γνωρίσει τους Ανθρώπους...

Δεν υπάρχουν λόγια ή τραγούδια που να μπορούν να δηλώσουν τον πόνο και την θλίψη ή τα βάσανα που πέρασε στα επόμενα βήματα του μεγάλου του ταξιδιού. Ο Λύκος γνώρισε την φυλή των Ανθρώπων... Τον πρώτο καιρό τους παρακολουθούσε πίσω από τις φυλλωσιές και τις σκιές της νύχτας. Έβλεπε και μάθαινε για εκείνους. Κι έμαθε καλά ότι είναι ικανοί για το καλύτερο και ομορφότερο όπως είναι ικανοί και για το χειρότερο και βαρβαρότερο. Δεν τους πλησίαζε ποτέ παρά μόνο από μακριά τους παρακολουθούσε πάντα. Ώσπου μια νύχτα είδε και άκουσε τους κάποιους ανθρώπους να τρέχουν γεμάτοι φόβο, πόνο και πανικό από εδώ και από εκεί σαν τρελοί. Κι άκουσε με την μεγάλη του ακοή ότι ένα μικρό κορίτσι χάθηκε στους δάσους τα άγρια μονοπάτια και ότι τρομερά αγρίμια θα την κατασπάραζαν. Δεν έκατσε ούτε στιγμή άλλη να τους ακούσει. Έτρεξε να βρεί το μικρό κορίτσι μέσα στις σκιές του δάσους με την ελπίδα να προλάβει εκείνος πρώτος παρά τα αγρίμια. Ώρες ατέλειωτες έψαχνε μέχρι που στάθηκε στην θέα ενός πεσμένου μικρού παιδιού και από πάνω του ένα αγρίμι λυσσασμένο έτοιμο να το αρπάξει για την φωλιά του. Ο Λύκος όρμηξε σαν τον άνεμο κατά πάνω του μα το αγρίμι απομακρύνθηκε φοβισμένο και χάθηκε πίσω από τους θάμνους. Έμεινε εκεί δίπλα στο μικρό κορίτσι και του πρόσφερε ζεστασιά με την ανάσα του, σκέψεις ασφάλειας και ελευθερίας και φιλίας. Μα δεν πέρασε ώρα πολύ όταν γύρω από εκείνον και το κορίτσι εμφανίστηκαν πολλά αγρίμια έτοιμα να επιτεθούν. Οι αφήγηση του Βόρειου Ανέμου λέει πως δόθηκε μάχη σκληρή και ότι ο Λύκος πληγώθηκε σοβαρά. Αλλά τα περισσότερα αγρίμια έπεσαν νεκρά από τα δόντια του και όσα κατάφεραν έφυγαν και κρύφτηκαν για την υπόλοιπη ζωή τους στα έγκατα της γης. Ξάπλωσε δίπλα στο κορίτσι μέχρι να κλείσουν οι πληγές του Αθάνατου κορμιού του και το ξεφύσημα του την ξύπνησε... Στην πρώτη θέα δεν υπήρξε φόβος λένε, αλλά αγάπη μεγάλη κι εμπιστοσύνη αστραπιαία. Όταν ο Λύκος ένιωσε γερός την επέστρεψε πίσω στους δικούς της. Αλλά εκεί τον περίμενε η μεγάλη του δοκιμασία... Τον άρπαξαν και τον φήμωσαν. Τον βασάνισαν και του χρέωσαν την ενοχή. Δολοφόνο τον αποκάλεσαν, θηρίο που τρώει παιδιά και ανθρώπους. Και δεμένο τον είχαν στο κέντρο του χωριού για να τον βλέπουν όλοι και να μαθαίνουν για τον διαβολικό Λύκο. Μόνο το κοριτσάκι τον κοίταζε με δάκρυα στα μάτια από το παραθύρι του και πονούσε στην θέα των βασάνων του. Ο Λύκος ένιωθε ανώτερος και έκρυβε κρυφή στοργή για τους Ανθρώπους και για αυτό δεν δίστασε να εμφανιστεί προσφέροντας τους την ασφαλή επιστροφή του χαμένου κοριτσιού. Μαρτύρια φρικτά πέρασε για πολύ καιρό. Δεμένος και φημωμένος... Το βλέμμα του μόνο στον Ουρανό κοιτούσε και το κουρασμένο του σώμα επιθυμούσε εκείνα τα φτερά που είχε κάποτε, να γλιτώσει. Η Κυρά του Δάσους έστεκε στην άκρη ενός λόφου, εκεί που καθόταν μαζί του παρέα και μελετούσαν τα σημάδια του ουρανού και τραγουδούσαν για αρχαίες ιστορίες. Έβλεπε με τη Ξωτική ματιά της τα βάσανα του Λύκου της μα δεν μπορούσε να επέμβει γιατί αυτή ήταν η Μοίρα του Λύκου και μόνος του θα βάδιζε ως το Τέλος της. Δάκριζε κι εκείνη και μοιρολογούσαν τα στοιχειά... Βαριά θλίψη είχε σκεπάσει το Δάσος της Κυράς... Μα μια νύχτα, το μικρό κορίτσι έφυγε κρυφά και πήγε στου Λύκου την αιχμαλωσία και έκοψε τα δεσμά. Τον ελευθέρωσε από την κακιά του τύχη και τον παρακάλεσε να μη την ξεχνά. Ο Λύκος έφυγε τρέχοντας γεμάτος πόνους και τραύματα σκληρά. Μα η φυγή του ήταν η πρώτη σκέψη του και δεν κοίταξε πίσω ξανά παρά μόνο το πρόσωπο του μικρού κοριτσιού και ήξερε καλά πως κάποτε θα ξανασυναντηθούν. Η ιστορία του Βόρειου Ανέμου συνεχίζει λέγοντας μας πως το κορίτσι έφυγε κι εκείνο την ίδια νύχτα και έζησε μόνο του στα δάση και στα βουνά και μεγαλώνοντας έμαθε να ζει σαν λύκαινα στο πλάι των λύκων που δημιούργησε πριν πολλά χρόνια ο Πρώτος Λύκος. Ο Λύκος που την απελευθέρωσε και της έσωσε την ζωή από τα δόντια των αγριμιών.
Πέρασε καιρός μέχρι να γιατρευτούν οι πληγές του Λύκου. Μα όταν γιατρεύτηκαν χάρηκε για λίγο την ελευθερία του και την μοναξιά του. Και μετά συνέχισε τον δρόμο του περιπλανώμενος στα δάση και τα χιονισμένα βουνά. Ώσπου γνώρισε μια λύκαινα που έμοιαζε πολύ στον ψυχισμό του. Δίστασε αρχικά μα βρήκε το κουράγιο και την πλησίασε. Εκείνη διστακτική του έδειξε τα δόντια και πολλές φορές τον δάγκωσε για να τον διώξει μακριά από φόβο και ανασφάλεια. Μα εκείνος την κέρδισε με την εμπιστοσύνη και τις καθαρές του σκέψεις. Την αγάπησε πολύ κι εκείνη δεν δίστασε να του αφιερώσει και την δική της αγάπη. Μαζί έζησαν αρκετά χρόνια. Ο Λύκος τώρα πια είχε γνωρίσει και το τελευταίο κομμάτι της ολοκλήρωσης του... Γνώρισε τον Έρωτα στο πλάι της αγαπημένης του. Όμως... η μοίρα του και η τύχη ήταν ήδη γραμμένα σε χέρι σκοτεινό... Ο Λύκος ήταν Αθάνατος μα όχι και η λύκαινα του... Κι έτσι βίωσε τον θάνατο αγαπημένου προσώπου για πρώτη του φορά... Και άλλη δεν ήθελε ξανα να ζήσει... Έμεινε σιωπηλός και σκιασμένος για πάρα πολύ καιρό και δεν σταμάτησε να τρέχει μακριά από κάθε τι που του θύμιζε κάτι από τα παλιά... Μίσησε τον εαυτό του και αλληλοτραυματίστηκε πολλές φορές. Μα δεν μπορούσε να πεθάνει έτσι απλά... Το Τέλος του Δρόμου του πλησίαζε και το ένιωθε... Ήξερε πως θα βρεί μια πρόκληση που θα του χάριζε τον θάνατο.

Ο Λύκος περιπλανώμενος σαν καταραμένος στις σκιές του κόσμου είχε χάσει την πίστη του και είχε ξεχάσει την ελπίδα. Ο Νυχτερινός Ουρανός που κάποτε του πρόσφερε γαλήνη, τώρα του πρόσφερε αναμνήσεις πόνου και θλίψης. Ήξερε καλά πως την μεγαλύτερη του φυλακή τώρα την ζούσε... Όμως μέσα στην απελπισία του ο Άνεμος από τους παλιούς του τόπους, του έφερε μήνυμα τρόμου! Ένα Τέρας έκτρωμα της φύσης, που δημιουργήθηκε με μίσος και κακία από πολύ παλιά, πριν και την δική του γέννηση, πλησίαζε το Δάσος της Κυράς για να το καταστρέψει. Και ούτε μάγια ούτε η δύναμη της Κυράς μπορούσαν να τον σταματήσουν. Δημιούργημα φρικτό από αρχαίο άψυχο λύκο και από τον πρώτο Άνθρωπο που βάδισε σε βάρβαρα μονοπάτια. Αγκαλιασμένος και μεγαλωμένος στο πέπλο της Σκιάς... Ένας Λυκάνθρωπος που ξέφυγε από τα βαθύτερα μπουντρούμια της Αβύσσου... Τώρα ο Λύκος μούδιασε βλέποντας την καταστροφή με τα μάτια που κοιτούσαν προς το μέλλον. Και έβλεπε την μοίρα του Δάσους και της Κυράς. Έτρεξε για μέρες ολόκληρες πιο γρήγορα κι από τον άνεμο. Με μια ανάσα μόνο. Δεν στάθηκε ούτε στιγμή να ξαπωστάσει. Έτρεξε τόσο γρήγορα που νόμιζες ότι σταμάτησε ο χρόνος και προχωρούσε μόνο αυτός. Ώσπου έφτασε στο Δασος της Κυράς και βρήκε την ζωή από εκεί να λείπει. Όμως πρόσεξε και ξεφύσηξε μακριά τον φόβο του, όταν αντιλήφθηκε πως όλα είχαν κρυφτεί. Έψαξε προσεκτικά μέσα στο Δάσος που σκοτείνιαζε απειλητικά... Άκουγε το ουραλιαχτό της φρίκης μέσα από τις Σκιές που κατέλαβαν το δάσος και μέσα από την πυκνή ομίχλη είδε την Κυρά γονατισμένη και αδύναμη στο έλεος του μεγάλου Θηρίου... Πετάχτηκε και μπήκε ανάμεσα τους. Κοίταξε την Κυρά στα μάτια κι εκείνη είδε τον Θάνατο του Λύκου της... Μα τίποτα δεν μπορούσε να κάνει... Η μάχη ξεκίνησε... Ο Λυκάνθρωπος άρπαζε τον Λύκο με τα νύχια του και αφού του άνοιγε θανάσιμες πληγές τον πετούσε πάνω στους βράχους. Ο ήχος και ο κρότος ήταν τόσο δυνατός που δημιουργούσε σεισμούς και ρίγη! Μέχρι που ο Λύκος έπεσε και δεν ξανασηκώθηκε εξαντλημένος και θανάσιμα χτυπημένος. Κοιτούσε την Κυρά με λύπη από την ανημπόρια του... Το Θηρίο επίσης αρκετά τραυματισμένο και κουρασμένο βάδιζε προς το μέρος της Κυράς. Ο Λύκος τότε θυμήθηκε την ελπίδα και την Αποστολή... Και πάνω του έπεσε το Λυκόφως του Φεγγαριού όπως την μέρα που γεννήθηκε. Σηκώθηκε και άρπαξε τον Λυκάνθρωπο από τον λαιμό και τον τίναξε στην άλλη άκρη μα δεν τον περίμενε να σηκωθεί. Έπεσε από πάνω του και τα δόντια του γραπώνονταν με ταχύτητα από το σώμα του Θηρίου. Εκείνο τον χτυπούσε με τα νύχια του και τα έμπηγε στο σώμα του Λύκου. Η σύγκρουση τους έμοιαζε με την σύγκρουση δυο Άστρων. Τόσο επική είναι η αφήγηση της ιστορίας όταν την λένε τα λιγοστά Στοιχειά που παρέμειναν στο Δάσος. Ο Λυκάνθρωπος στο τέλος δεν άντεξε τα πλήγματα και ξεψύχησε ανάσκελα πεσμένος. Το σώμα του χάθηκε μέσα στης γης τα έγκατα και στάλθηκε στα δώματα της Αβύσσου κι από εκεί μόνο όταν το Σκοτάδι και η Σκιά θα το επιθυμούσαν θα ξαναέβγαινε. Όμως ήταν θυμωμένα μαζί του και τον τιμώρησαν με αιώνια φλεγώμενα δεσμά. Ο Λύκος του Δάσους όμως πλησίασε με αργά τρεμώμενα βήματα την Κυρά κι έπεσε στην αγκαλιά της. Η Κυρά δάκρυσε και τον αγκάλιασε... Γέμισε με το αίμα του το Αθάνατο... Μόνο που τώρα πια ο Λύκος δεν μπορούσε να γιατρευτεί και ένιωθε το σώμα του βαρύ να τον αφήνει... Οι Σκιές από το Δάσος έφυγαν και η ομίχλη χάθηκε. Ολόγυρα από τον Λύκο μαζεύτηκαν όλα τα Στοιχειά του Δάσους και οι Χρυσοί Αετοί πετούσαν από πάνω του... Οι λύκοι που δημιούργησε αλυχτούσαν με πόνο μέσα στο σκοτάδι από τους μακρινούς τόπους όπου είχε ταξιδέψει... Το Φεγγάρι δεν πήρε από πάνω του το Λυκόφως σα να τον κρατούσε στην αγκαλιά του όπως τότε που γεννιώταν. Η Κυρά τον έσφυξε στην αγκαλιά της και του ψυθίρησε στο αφτί πως ο Θάνατος δεν είναι το Τέλος. Πως η ψυχή του θα ταξιδέψει σε μια χώρα, έναν Κόσμο πέρα από το Τέλος της Δύσης κι εκεί θα βρεί όλα όσα επιθυμούσε ή έχασε. Και έπλεξε ένα τραγούδι αποχαιρετισμού και αντάμωσης για τον αγαπημένο της Λύκο. Κοιτώντας την στα μάτια η ψυχή του έφυγε και υψώθηκε στον Ουρανό. Οι Χρυσοί Αετοί τον συνόδεψαν μέχρι τα όρια της Δύσης κι εκεί τον άφησαν να συνεχίσει το ταξίδι του. Ώσπου βρήκε τον Κόσμο πέρα από την Δύση και μαζί όλες τις επιθυμίες που είχε ή έχασε.
Η Ιστορία που φέρνει μαζί του ο Άνεμος από εκείνο τον μακρινό Κόσμο της Δύσης, λέει πως ο Λύκος βρήκε και πάλι τα φτερά του και πετούσε χαρούμενα πάνω από τις χιονισμένες βουνοκορφές. Βρήκε φυλές που είχε δει κάποτε και τις είχε θαυμάσει και ήταν η φυλή της Κυράς του. Γνώρισε Ανθρώπους έτσι όπως θα ήθελε να τους βλέπει να ζουν, γεμάτους σοφία και καλοσύνη. Βρήκε ξανά την χαμένη του αγάπη και ζούσε μαζί της χωρίς τον φόβο του δεύτερου θανάτου. Μα μέσα σε όλο τον κόσμο εκεί, βρήκε και το κορίτσι που είχε σώσει από την λύσσαλαία πείνα των αγριμιών. Αργότερα ήρθε και η Κυρά με τους Αετούς και η ζωή του πλέον έγινε η πηγή των πιο όμορφων Ονείρων που έσπερναν την Ελπίδα στις πιο ανυπότακτες ψυχές. Έζησε εκεί την ελευθερία του μακριά από κάθε πόνο και θλίψη... Γνωρίζοντας όμως πως μια μέρα... θα επιστρέψει για να αντιμετωπίσει την Σκιά πίσω στον κόσμο που γεννήθηκε κι αγάπησε... Και είναι τότε που θα σημάνει το τέλος της Αβύσσου και του Εφιάλτη που παγιδεύει αθώες ψυχές...

http://like-wolves-life.pblogs.gr/2007/09/113307.html


Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.