σε έναν τόπο μαγικό , εξωτικό
ζούσε μια κοπέλα με χρυσή φωνή,
με τις νότες της έσπαζε του
Σκοταδιού την σιωπή
Ζηλεύαν τα γλυκόλαλα αηδόνια
καθώς με την φωνή της έλιωνε τα χιόνια
Τα λουλούδια για χάρη της ανθούσαν
καθώς οι μαγικές χορδές της τραγουδούσαν
Όμως υπήρχε μια μάγισσα κακιά
που τους θνητούς ξεγελούσε με
μια ψεύτικη ομορφιά
Στο σκοτάδι είχε δώσει την ψυχή της
μαύρο ήτανε το δόλιο φιλί της
Ποθούσε σαν την κοπελιά να τραγουδήσει
όμως το στόμα της σαν άνοιγε
το μόνο που μπορούσε ήταν σαν
το γάιδαρο να γκαρίζει
Μια νύχτα που η κοπέλα τον Ύπνο
είχε συντροφιά
ήρθε στο Όνειρο της η Μάγισσα η Κακιά ,
δίχως να διστάζει την μάγεψε
να τραγουδήσει και την φωνή της
σε κεινη να χαρίσει
έκλεψε λοιπόν την φωνή του κοριτσιού
και σε κουτάκι ασημένιο έκλεισε
την φωνή του ανθρώπινου αηδονιού...
Η κοπέλα μουγκή έμεινε δίχως πλέον
να μπορεί να τραγουδήσει
τα λουλούδια μαραθήκαν
τα πουλιά πετάξαν μακριά.. χαθήκαν...
Και δάκρυα κρυστάλλινα γεμάτα
από φωνές που να βγάλει δεν μπορούσε
γέμισαν τα μάτια της τα θαλασσοπαρμένα.
Η φύση γύρω στέναξε,
τα κλαδιά των δέντρων χαμηλώσαν
πουλιά και ερπετά
τους μακρινούς τους δρόμους πήραν.
Νύχτα κάλυψε το δάσος
Σκιές γεννήθηκαν παντού
Και η κοπέλα καταγής...
χωρίς ελπίδα περιμένει.
"Που να φωνάξω!
Τι να περιμένω!
Που να στραφώ!
Τι να ευχηθώ!
Και που να προσευχηθώ!!!
Όταν την φωνή μού ούτε το μυαλό μου δεν ακούει...? "
Έπεφτε η Νύχτα πιο γοργά
μα ποιος να το καταλάβει μπορούσε
το ξημέρωμα
Όταν το φως στο δάσος των Σκιών
ούτε σπιθαμή δεν διαπερνούσε.
Και πάγωνε ο αέρας
Έτριζαν τα δένδρα
Μαρμάρωναν οι ψυχές...
Καθώς ένα τραγούδι μαγικό
σκορπούσε τη φοβέρα...
Μα ήταν από φωνή γλυκιά
φωνή νεραϊδένια
φωνή που ζήλευαν κάποτε ακόμη και τ' αηδόνια.
Και κάθε νύχτα το τραγούδι αυτό...
ένα χρόνο έκλεβε απ' της κοπέλας την ζωή.
Χωρίς ελπίδα
χωρίς φωνή
Που να μπορέσει να στραφεί
Και σε ποιόν άφαντο ουρανό
να προσευχηθεί?
Σταλάξαν τα δάκρυα βουβά
Πάνω σε χώμα διψασμένο
Ένα το πήρε ο αγέρας,
Τον πήγε σε λύκο μαγεμένο
Η μάγισσα έναν πρίγκιπα είχε
Από παλιά μαγέψει
Σε λύκο Μαύρο τον είχε
Μετατρέψει
τα δάκρυα από τ' ανθρώπινα
τα μάτια του 'χε κλέψει
το άφωνο δάκρυ της κοπέλας
τα μάτια του φιλάει
και μετά από τόσα χρόνια
σαν λευκό μαργαριτάρι
στο πρόσωπό του σταλαγματιά
γλιστράει
ξαφνιάζεται ο λύκος και
αμέσως τον κάτοχο να βρει
ξεκινάει
ήταν γλυκόπικρη η γεύση
απ' το ξένο δάκρυ
σαν τραγούδι αμίλητο ,
σαν το δειλό το κύμα στου ωκεανού την άκρη
αφήνει μίλια πίσω του μα καθόλου
δεν τον νοιάζει,
την πηγή για τα μαγικά δάκρυα
να βρει,
τίποτα πια δεν τον σκιάζει.

Οι Σκιές του δάσους
τα μονοπάτια μπέρδεψαν
ο μαγεμένος λύκος
τον δρόμο δεν πρέπει να βρει.
Αίματα στα πέλματα
η ανάσα βαριά να βγαίνει
το σώμα με τη βια το ψύχος
της Νύχτας να αντέχει.
Τίποτα δεν τον σταματά
κι ας πάρει όσο χρόνο θέλει.
Μα στην μάγισσα τη γριά
κοράκια σκοτεινά
τον ερχομό του μήνυσαν
τη απόφαση του πρόδωσαν.
Τα μαύρα σύννεφα με
τραγούδι σκιερό
κατέβηκαν στις προσταγές της γριάς
να ταχθούν.
Να απλωθούν τα διέταξε
σε κάθε γωνιά του δάσους.
Τίποτα ορατό να μη φανεί.
Καμιά παγίδα ορατή να μη μείνει.
Και οι Σκιές εντάχθηκαν
στο όλο αυτό
το σχέδιο το σκοτεινό.
Τσακάλια ντύθηκαν
μορφές δαιμόνων πήραν.
Τον λύκο που έρχεται
τον λύκο που φτάνει να συναντήσουν.
Βήμα περισσότερο ούτε σπιθαμή
να μη κάνει.
Το όνειρο ελπίδας
εφιάλτης να γίνει και την ψυχή του να πάρει.
Μα η μάγισσα δεν ήξερε
Πως ο λύκος είχε φίλους
δυο δράκοντες Μεγάλους
σαν τους Ολύμπιους τους Στύλους :)
μαζί του πετάνε κρυμμένοι
μες στα σύννεφα
με τις φωτιές να διώξουν
της μάγισσας τα κίβδηλα
μες στην πυρά τους καίγονται
οι Ύπουλες σκιές
και στάχτη γίνονται τα
τσακάλια κι οι ύαινες οι Κακές
Η κοπέλα σε μια λίμνη κάθεται
Τις Νύχτες με Ολόγιομο Φεγγάρι
Το πρόσωπο της καθρεφτίζεται
Στου νερού την μαύρη χάρη
Την βλέπει ο λύκος από μακριά
Και κοντοστέκεται διστακτικά
ώστε αυτή είναι που κρατάει
Στην χούφτα της δάκρυα γλυκά;
Ακούει η κοπέλια τρίξιμο κλαδιού
Γυρνάει και τρομαγμένη βλέπει
Αυτόν που όλοι λένε Λύκο του Σκοταδιού
Γυαλίζουνε τα μάτια του μέσα
Στην σιωπή
Αλαφιάζεται η έρμη μα στέκεται
αμίλητη χωρίς φωνή..
Αργά την πλησιάζει και βάζει το
Κεφάλι του στα κατάλευκα της χέρια
Το δάσος σώπανε ξαφνικά και
Ο ουρανός γιόμισε αστερία ..
...και ο αέρας πνοή γλυκιά.
Θλιμμένο είναι το πρόσωπο
στην δύση μοιάζει να φτάνει η ζωή της.
Η μάγισσα δεν βρέθηκε
δεν κάηκε στων δράκων τη φωτιά.
Στην σκέψη της χώθηκε
να μάθει που πήγε η μιλιά.
Και τα στοιχειά του δάσους
του 'πανε πως την πήρε η γριά.
Τόσο καιρό κρυμμένος πίσω από τις φυλλωσιές
τόσο καιρό κρυμμένος μέσα στις σπηλιές.
Η αποστολή του δόθηκε
αλλά δεν τελείωσε ποτέ.
Η γριά η μάγισσα ακόμη γερά κρατά
της κοπέλας την μιλιά
του ίδιου την ανθρώπινη μορφή.
Απαλά το κεφάλι του τραβά
από τα χέρια της κοπέλας που
στέκει θλιμμένη στης λίμνης την αγκαλιά.
Δεν υπάρχουν πια Σκιές και τσακάλια σκοτεινά
δεν υπάρχουν σύννεφα τον δρόμο να μπερδεύουν.
Κάτω από το αστερόφως
ο δρόμος είναι ανοιχτός για το σπίτι της γριάς.
Τρέχει σαν τον αέρα και ακόμη πιο γοργά
οι δράκοι το χρέος του το έκαναν
και τώρα φύγαν μακριά.
Αυτός και η γριά
κανένας άλλος ανάμεσα τους.
Φτάνοντας έξω από το σπίτι που
φρόντιζαν οι σάπιες ρίζες
ουρλιάζει δυνατά.
Τον ακούει η γριά
κι έξω φοβισμένη βγαίνει
του λύκου τη οργή αντιμέτωπη να βρει.
Τα νύχια έμπηξαν τη γη
τα δόντια έσφιξαν και άστραψαν μαγευτικά
το σώμα ολόκληρο μια ανάσα πριν επιτεθεί...
Μα μια φωνή ο αέρας φέρνει στα αυτιά του...
"Την λαλιά ή την δική σου τη μορφή. Ένα από τα δυο θα πάρεις. Ένα από τα δυο θα χάσεις."
Ο λύκος στον ουρανό της Νύχτας κοίταξε
ανάσα πήρε βαθιά.
Χαμήλωσε το βλέμμα
πορφύρωσαν τα μάτια
σηκώθηκε η ράχη
κι ένα άλμα αερικό
μια ζωή τελειώνει
κι ένα έπαθλο σηκώνει.
Έπεσε η μάγισσα η γριά...
Το δάσος ελεύθερο είναι πια...
Τον δρόμο προς της κοπέλας την αγκαλιά
ο λύκος παίρνει και χαμηλή ματιά...
Κι όσο πλησιάζει δέντρα και πουλιά
ζωντάνια παίρνουν όπως τα παλιά.
Κι όσο πλησιάζει
φωνή ακούει μελωδικιά
στον αέρα σέρνει χαρμόσυνη λαλιά.
Τρέχει ο λύκος...
Τρέχει...
Τρέχει...
Τα μάτια του όμορφα μελανά
από της Νύχτας την φροντίδα
την κοπέλα κοιτούν προσεκτικά
χορεύει τραγουδάει
μαγευτική φωνή ακολουθεί...
Ο λύκος διάλεξε από την μορφή του
την γλυκιά φωνή να δώσει πίσω στην κοπέλα.
Τι να έκανε σαν άνθρωπος και πάλι
σε δάσος θλιμμένο σκοτεινό
με την ζωή νεκρή και σιωπηλή?
Η κοπέλα στάθηκε και κοίταξε τον λύκο...
Πλησίασε αργά με τα χέρια απλωμένα.
Ένα βήμα πίσω ο λύκος...
Ένα ουρλιαχτό...
Κάτω απ' το Λυκόφως...
ο Λύκος της Σκοτεινιάς
χάνεται στο δάσος...
"Θα είναι πάντα γύρω μου να με φυλά..."
Συλλογιέται η κοπέλα από χαρά...
"Θα είναι πάντα μέσα, ειρήνη στην ψυχή μου θα προσφέρει..."
Συλλογιέται ο Λύκος...
Μια αγάπη που θα κρατήσει όσο και η ζωή στο δάσος γεννιέται.
Και την Νύχτα κάτω από το ολόγιομο Φεγγάρι
Ένα ουρλιαχτό και μια γλυκιά φωνή
αγκαλιά θα βρίσκονται στου Ουρανού το Αστερόφως.

Κάπου το διάβασα...


Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.