Παρασκευή 12 Ιουνίου 2009

...Μια ακόμη Ιστορία...

Ήταν μια φορά κι έναν καιρό μακρινό ένας κόσμος διαφορετικός...
Χωρισμένος στα δύο, στο καλό και στο κακό.
Ζούσαν για έναν μεγάλο διάστημα αρμονικά, μέχρι που κάποια ξεχασμένη στιγμή τα σύνορα τους έσπασαν...
Σύγκρουση μεγάλη ήρθε ανάμεσα τους και κράτησε για πολλά πολλά χρόνια.
Ερείπια και θάνατος απλώθηκε στον κόσμο όταν ο πόλεμος σταμάτησε.
Ο ήλιος αρνήθηκε να ξαναβγεί και το φεγγάρι γύρισε την πλάτη του την σκοτεινή.
Έμεινε το αχνό φώς του Αποσπερίτη και των λίγων άστρων για να φωτίζει τον κατεστραμένο κόσμο.
Τα όνειρα χαθήκανε και η πηγή της ελπίδας στέρεψε.
Γεννήθηκαν οι Εφιάλτες και οι Σκιές και εξουσίαζαν τον κόσμο για αρκετό καιρό.
Στην πορεία των καιρών παρουσιάστηκε μια μάγισσα με ισχυρές δυνάμεις.
Κατάφερε με τον καιρό να εξουσιάσει τους Εφιάλτες και τις Σκιές και στην συνέχεια άρπαξε το φως του Αποσπερίτη και των άστρων και τα έκλεισε μέσα στην σκοτεινή της καρδιά.
Ο κόσμος πλέον φως δεν είχε και όλα τα όντα, καλά ή κακά, τυφλώθηκαν.
Τους έβλεπε μόνο εκείνη μέσα από την μαγική της δηλητηριώδη ματιά.
Όλα ερήμωσαν... Φυλές αφανίστηκαν... Η Φύση πέθαινε γοργά...
Οι νυχτερίδες έτρωγαν τα τελευταία νυχτοπούλια...
Και οι τελευταίοι Άνθρωποι και Ξωτικά φοβόντουσαν πια να κοιμηθούν γιατί οι Εφιάλτες τους επισκέπτονταν και τους εγκλώβιζαν σε ένα θάλαμο σκοτεινό όπου με μανία ορμούσαν οι συγκεντρωμένες Σκιές και τους κατασπάραζαν τις ψυχές.
Στο πέρασμα των πιο σκοτεινών χρόνων οι δρόμοι τριών τελευταίων απογόνων ενώθηκαν με τις ευλογίες μιας ανύπαρκτης ελπίδας.


Μια Ξωτικιά, ένας Άνθρωπος κι ένας Λύκος.
Όλοι τους είχαν κινήσει να βρουν την μάγισσα που εξουσίαζε τα πάντα με σκοπό να την φυλακίσουν στα βάθη της Αβύσσου.
Τα ονόματα τους δεν μας έγιναν γνωστά γιατί ξεχάστηκαν στα μονοπάτια μιας τρελής του χρόνου κούρσας.
Ο χρόνος είχε τρέξει τόσο γρήγορα μετά το Τέλος του κόσμου αυτού για να τα αφήσει όλα πίσω του και να μη τα θυμηθεί ποτέ ξανά κανείς.
Οι τρείς τους, λοιπόν, κίνησαν για τον πύργο της μάγισσας.
Στον δρόμο τους οι Σκιές και οι Εφιάλτες τους αντιστέκονταν σθεναρά αλλά οι τρείς τελευταίοι απόγονοι των γενιών τους ήταν τόσο αποφασισμένοι και τόσο χαρισματικοί που έσπαγαν κάθε αντίσταση.
Μετά από λίγο καιρό και μεγάλο κόπο, έφτασαν έξω από τον πύργο της μάγισσας που τον φρουρούσαν δυο γιγάντιοι φρουροί.
Οι Πατέρες των Εφιαλτών και των Σκιών.
Περίμεναν πολλές μέρες οι τρείς ήρωες μήπως και απομακρυνθούν από τις θέσεις τους οι φρουροί αλλά μάταια...
Εκείνοι έμεναν ακίνητοι στις θέσεις τους.
Ώσπου ο Λύκος γέννησε ένα σχέδιο στο μυαλό του και το μοιράστηκε με τους συντρόφους του.
Γοργοπόδαρος όπως ήταν και ταχύτατος σαν τον άνεμο τον παλιό, έτρεξε μπροστά στους δυο φρουρούς και τους προκάλεσε να τον πιάσουν.
Οι δυο φρουροί ένιωσαν μεγάλη προσβολή αφού κανείς δεν υπήρξε μέχρι τώρα να τολμήσει να τους προκαλέσει. Κι έτσι τον κυνήγησαν. Ο Λύκος μπήκε μέσα στο δάσος κι έτρεχε από εδώ και από εκεί μπερδεύοντας τους με την πορεία που θα ακολουθούσε. Η Ξωτικιά έπλεξε λέξεις της παλιάς της φυλής και τους ζάλισε την όραση ώσπου έχασαν την γή κάτω από τα πόδια τους κι έπεσαν. Τότε ο Άνθρωπος με το σπαθί των Πατέρων του τους κάρφωσε στις καρδιές τους και τους έστειλε στο Απόλυτο Κενό.
Τώρα ο δρόμος για τον πύργο ήταν αφύλαχτος και ανοιχτός για τους τρείς ήρωες.
Έτρεξαν γοργά μέσα με σκοπό να εφνιδιάσουν την μάγισσα.
Μπήκαν στον πύργο κι έψαξαν όλα τα δωμάτια και τις αίθουσες του αλλά η μάγισσα άφαντη...
Τότε σκέφτηκαν πως θα έπρεπε να χωριστούν μήπως και την πετύχουν κάπου κρυμένη και να της φράξουν κάθε δρόμο διαφυγής.
Έπρεπε όμως να καλέσουν αμέσως βοήθεια για να τρέξουν όλοι, καθώς η μάγισσα ήταν το ισχυρότερο πλάσμα σε εκείνο τον κόσμο και μόνος του κανένας δεν θα μπορούσε να την νικήσει.
Κι έτσι χωρίστηκαν...
Η Ξωτικιά βρέθηκε σε μια σκοτεινή αίθουσα αλλά η όραση της δεν ήταν δυνατή για να μπορεί να κοιτάξει πίσω από τα σκοτεινά πέπλα που γέμιζαν τον χώρο.
Έτσι... πετάχτηκε απότομα η μάγισσα μέσα από την σκοτεινιά και την ακινητοποίησε με λέξεις ισχυρές...
Έσυρε την Ξωτικιά έξω από την αίθουσα και κάλεσε τους δυο συντρόφους της να εμφανιστούν μπροστά της.
Κι έτσι έγινε...
Ο Λύκος και ο Άνθρωπος στέκονταν μπροστά στην μάγισσα που κρατούσε παγωμένη και ακίνητη την Ξωτικιά.
Στο ένα χέρι κρατούσε ένα δηλητηριασμένο σπαθί και στο άλλο το σώμα της Ξωτικιάς.
Δεν μίλησε... Απλά χαμογέλασε φρικτά κι έκανε δυό φορές την κίνηση να την σκοτώσει...
Στην τρίτη ο Λύκος επιτέθηκε για να ελευθερώσει την Ξωτικιά μα τα μάτια της τον έριξαν στο πάτωμα ακίνητο κι εκείνο...
Ο Άνθρωπος έτρεξε με το σπαθί ψηλά αλλά στον σταμάτησε η φωνή της...
"Έναν από τους δυο θα σώσεις... Έναν από τους δυο θα σκοτώσεις..."
Κι ο Άνθρωπος λύγισε... Γιατί απάντηση στην ερώτηση δεν υπήρχε για να δώσει... Και ήξερε καλά πως όλα είχαν χαθεί...
Ο Λύκος μπορούσε να σκεφτεί τις επόμενες κινήσεις και σκέψεις τις μάγισσας και με βάσανο μεγάλο προσπαθούσε να κουνήσει και να ελευθερώσει το σώμα του...
Ο Άνθρωπος έριξε το σπαθί του κάτω ζητώντας να σκοτωθεί ο ίδιος στην θέση εκείνων.
Η μάγισσα έριξε το σπαθί της προς τον Άνθρωπο μα ο Λύκος μετά από κόπο και υπερπροσπάθεια ελευθερώθηκε και όρμησε ανάμεσα στον Άνθρωπο και το σπαθί...
Τον διαπέρασε από την πλάτη στο στήθος κι έπεσε στην αγκαλιά του Ανθρώπου...
Η Ξωτικιά κοιτούσε παγωμένη μα τα μάτια της έτρεμαν κι έσταζαν δάκρυα σιωπής και πόνου.
Ο Άνθρωπος πήρε το σπαθί του κι έτρεξε προς την μάγισσα κι όταν έφτασε κοντά της με υψωμένο το σπαθί, εκείνη πέταξε πάνω του την Ξωτικιά.
Για να μη την τραυματήσει, έριξε το σπαθί και την έπιασε στην αγκαλιά του...
Τότε η μάγισσα τους έδεσε με μάγια σκοτεινά και έσυρε και τους τρείς ήρωες έξω από τον πύργο και κάπου εκεί τους άφησε τον ένα πλάϊ στον άλλο και σηκώνοντας τα χέρια ψηλά μια σκοτεινή φλόγα σκέπασε τα κορμιά των τριών ηρώων...
Πόνος και φρίκη στο τύλιγμα της φλόγας... Βγαλμένη από την καρδιά της Αβύσσου...
Η Ξωτικιά έσβησε και ο Λύκος που ξεψυχούσε ώρα τώρα γύρισε και ψυθίρησε στον Άνθρωπο μια τελευταία σκέψη... και χάθηκε κι αυτός μέσα από ένα θριαμβευτικό ουρλιαχτό...
Ο Άνθρωπος κοίταξε προς τα σκοτεινά βουνά πριν σβήσει και η δική του η ματιά και είδε αχτίδες φωτός να ξεπροβάλουν...
Κι εκεί χάθηκε μαζί με τους τρείς συντρόφους του...
Ο κόσμος εκείνος χάθηκε μέσα στις επόμενες στιγμές και η μάγισσα φυλακίστηκε για πάντα στο στόμα του Απόλυτου Κενού.
Λένε πως κανένα όπλο Ανθρώπινο ή Ξωτικό και κανένα Λυκίσιο ουρλιαχτό δεν θα μπορούσε να νικήσει εκείνο το κακό... Όμως στην πιο κρίσιμη στιγμή γεννήθηκε το ισχυρότερο όπλο πάνω σε εκείνον τον κόσμο και ήταν εκείνο που ξύπνησε τον ήλιο και αναδύθηκε ξανά και το φεγγάρι γύρισε το φωτινό του πρόσωπο. Και από την καρδιά της μάγισσας ελευθερώθηκε ο Αποσπερίτης και τα αστέρια κι έπνιξαν τις Σκιές και τους Εφιάλτες...
Το δυνατότερο και αγνότερο όπλο πάνω σε εκείνον το κόσμο, που μέσα του πήγαζαν τέσσερις δυνάμεις...

Η Φιλία, η Αγάπη, η Αυτοθυσία και η Ελπίδα...

Πέρασαν πάρα πολλά χρόνια μέχρι να δημιουργηθεί ένας νέος κόσμος βασισμένος σε αυτές τις τέσσερις δυνάμεις. Κι όταν φτιάχτηκε η ομορφιά του ήταν μεγαλύτερη και από του έναστρου νυχτερινού ουρανού.

Όμως... δεν ήταν γραφτό να επικρατήσει για πάντα...

Μόνο κάποιες μικρές φωτιές του επέζησαν σκόρπιες στον κόσμο που ζούμε σήμερα...

Και μια από αυτές διηγήθηκε αυτή η ιστορία...


Φίλοι λύκοι συγχωρήστε με για την αντιγραφή...
http://like-wolves-life.pblogs.gr/tags/istories-gr.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.