Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 2009

Το πορτοκαλι...!

Καποτε ηταν ο καθενας ενα πορτοκαλι. Ενα πορτοκαλι ζουμερο, φωτεινι, ολοκληρωμενο, γεματο εμπειριες, αγαπη, ερωτα. Απλα γεματο. Επρεπε για συμπαντικους λογους να κοπει στα δυο. Κοπηκε.

Απο τοτε ο καθενας μας ειναι μισο πορτοκαλακι. Λιγο στεγνο, χωρις πολους χυμους, μιση αγαπη, μισος ερωτας. Ολα μισα.

Και ετσι ξεκινησε η διαδικασια του ψαξιματος. Να βρουμε το αλλο μισο πορτοκαλακι μας, που θα μας γεμισει. Θα μας ολοκληρωσει. Θα μας ξεχειλισει απο αγαπη, απο ερωτα.

Κανουμε πολλες προσπαθειες. Δοκιμαζουμε πολλα πορτοκαλακια, μηπως και βρουμε το δικο μας. Το αλλο μας μισο. Αλλο ειναι μεγαλυτερο και μας κλεινει σε αδιεξοδα, αλλο ειναι μικροτερο και μας δινει λιγοτερα απο οσα μας λειπουν, αλλο πιο φωτεινο και μας τυφλωνει, αλλο πιο σκοτεινο και μας γυριζει στο σκοταδι. Αλλο ....αλλο... αλλο...

Δεν φταινε αυτα για οσα δεν μας προσφερουν. Τοσα μπορουν και τοσα δινουν. Εξαλλου και αυτα ψαχνουν το δικο τους μισο.

Οταν ομως το βρουμε, θα το καταλαβουμε αμεσως. Θα παρουμε πισω την χαμενοι λαμψη μας και τα δυο μισα. Θα γινουμε ενα. Ενα ζουμερο, γεματο αγαπη, τρυφεροτητα, υπεροχο πορτοκαλί, πορτοκαλι! Καλη μας τυχη!

Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου 2009

Εκλογές!

Μια μέρα πέθανε μια γυναίκα που ήταν μεγάλη πολιτικός και μεγαλοστέλεχος στο κόμμα της, με υπουργεία και πολλές περγαμηνές.

Όταν έφτασε στον άλλο κόσμο, την υποδέχτηκε ο Άγιος Πέτρος και της λέει:

- “Που θα ήθελες να περάσεις την αιωνιότητα σου, στην Κόλαση ή στον Παράδεισο;” Εκείνη το σκέφτεται λίγο και λέει:

- “Δεν είμαι σίγουρη.”

- “Τότε”, λέει ο Άγιος Πέτρος, “θα κάνουμε το εξής, θα περάσεις 24 ώρες στην Κόλαση και 24 ώρες στον Παράδεισο και μετά αποφασίζεις.”

Η πολιτικός συμφωνεί. Πάνε λοιπόν, στην Κόλαση.

Εκεί η πολιτικός βλέπει όλους τους πολιτικούς φίλους της που είχαν πεθάνει να παίζουν γκολφ, να ποντάρουν στο καζίνο, να πίνουν σαμπάνια, να φλερτάρουν με ωραίους άντρες και πανέμορφες γυναίκες και γενικά να διασκεδάζουν πολύ.

Ακόμα και ο Διάβολος ήταν μαζί τους και κάνανε παρέα, λέγοντάς τους τα καλύτερα πρόστυχα και πικάντικα ανέκδοτα.

Όλα πολύ ωραία και η πολιτικός περνούσε υπέροχα.

Πριν όμως να το καταλάβει, πέρασαν οι 24 ώρες και ήρθε ο Άγιος Πέτρος να την πάρει να πάνε στον Παράδεισο.

Ο Παράδεισος ήταν ένα πολύ ήσυχο μέρος με ήρεμη ατμόσφαιρα, οι άγγελοι έπαιζαν γαλήνια μουσική με τις άρπες και τις λύρες τους, οι φιλόσοφοι μιλάγαν για τη ζωή και το θάνατο και όλοι μαζί συζητούσαν με τον Θεό που ήταν πολύ γλυκός κι ευχάριστος τύπος.

Η πολιτικός αισθανόταν πολύ όμορφα και πριν να το καταλάβει, πέρασαν και αυτές οι 24 ώρες, ώσπου ήρθε ο Άγιος Πέτρος να τι ρωτήσει τι αποφάσισε τώρα που είδε και τα δύο μέρη.

Η πολιτικός το σκέφτεται λίγο και του λέει:

- “Ο Παράδεισος ήταν πολύ ωραίος και γαλήνιος, αλλά στην Κόλαση ήταν όλοι οι φίλοι μου και διασκέδαζαν πιο πολύ, οπότε θα προτιμήσω την Κόλαση.”

Ο Άγιος Πέτρος σέβεται την επιθυμία της και την στέλνει στην Κόλαση.

Όμως, η Κόλαση ήταν λίγο διαφορετική τώρα, ένα διαλυμένο μέρος με αποπνικτική ατμόσφαιρα και όλοι οι φίλοι της πολιτικού δούλευαν στα κάτεργα και κουβαλούσαν τεράστιες πέτρες, ενώ και ο Διάβολος ήταν πάνω από τα κεφάλια τους και τους διέταζε συνεχώς.

Η πολιτικός δυσαρεστημένη πάει και τον ρωτά:

- “Τι έγινε εδώ; Προχθές όλα ήταν τόσο ωραία και όλοι διασκέδαζαν.”

Και ο Διάβολος της απαντά:

Τότε είχαμε προεκλογική εκστρατεία, σήμερα μας ψήφισες!!!

Παρασκευή 21 Αυγούστου 2009

Πέμπτη 20 Αυγούστου 2009

Πέμπτη 23 Ιουλίου 2009

Τρίτη 7 Ιουλίου 2009

Το τούβλο

Αυτήν την ιστορία την αφιερώνω σε εκείνη την ψυχούλα που είναι άρρωστη εδώ και 3 μήνες, που δοκιμάστηκε και δοκιμάζεται τόσο πολύ στη ζωή της, που μπορεί να μη μιλάμε πια, ωστόσο που είμαι πάντα δίπλα της και τη σκέφτομαι στο δράμα που περνά. Ίσως να μη μπορώ να το δείξω αλλιώς, αλλά τουλάχιστον εδώ μπορώ να της αφιερώσω ό,τι θέλω. Και να της ζητήσω ένα μεγάλο ΣΥΓΝΩΜΗ γιατί άσχετα με το ποιος έχει δίκιο ή άδικο αυτή έχει πολύ μεγαλύτερη ανάγκη και από ανθρώπους και από Θεό...

Ένα νεαρό και επιτυχημένο στέλεχος εταιρείας, οδηγούσε τη νέα του τζάγκουαρ κάπως γρήγορα σε μία γειτονιά όχι και τόσο καλόφημη. Πρόσεχε μην τυχόν κανένα παιδάκι ξεπροβάλει απότομα ανάμεσα από τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Κάποια στιγμή πιστεύοντας πως είδε κάτι να κινείται επιβράδυνε, αντί όμως να εμφανιστεί κάποιο παιδάκι, ένα τούβλο χτύπησε με δύναμη την πλαινή πόρτα της τζάγκουάρ του. Φρέναρε απότομα και κάνοντας όπισθεν κατευθύνθηκε στο σημείο που το τούβλο είχε ριχτεί.

Φανερά θυμωμένος πετάχτηκε έξω από το αυτοκίνητό του, κι έπιασε ένα παιδί που βρήκε κοντά του, το έσπρωξε και το ακούμπησε με την πλάτη σε ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο, φωνάζοντας «Γιατί το έκανες αυτό και ποιος είσαι; Τι νομίζεις ότι κάνεις; Αυτό είναι ένα καινούριο αυτοκίνητο και το τούβλο που πέταξες του έκανε μια πολύ ακριβή ζημιά! Γιατί το έκανες»;

Το νεαρό αγόρι απολογητικά του είπε «σας παρακαλώ κύριε. σας παρακαλώ, ζητώ συγνώμη, αλλά δεν ήξερα τι άλλο να κάνω! Πέταξα το τούβλο γιατί κανένας δεν σταματούσε.» Με δάκρυα να κυλάνε στο πρόσωπό του και στο σαγόνι του, το αγοράκι έδειξε πίσω από ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο. «Είναι ο αδερφός μου» είπε «Το αναπηρικό του καροτσάκι αναποδογύρισε στο πεζοδρόμιο, έπεσε απ το καροτσάκι κι εγώ δεν μπορώ να τον σηκώσω».

Το αγόρι ζήτησε από τον νεαρό «Θα μπορούσατε σας παρακαλώ να με βοηθήσετε να τον βάλουμε πίσω στο αναπηρικό του καροτσάκι; Είναι χτυπημένος και είναι πολύ βαρύς για να τον σηκώσω μόνος μου».

Ο οδηγός εμβρόντητος, προσπάθησε να συνέλθει, σήκωσε γρήγορα το ανάπηρο αγόρι και το καροτσάκι του, έπειτα πήρε ένα χαρτομάντιλο και περιποιήθηκε πρόχειρα τις πληγές του αγοριού. Με μια ματιά που του έριξε κατάλαβε πως τα τραύματα του παιδιού ήταν επιφανειακά κι όλα θα πήγαιναν καλά.

«Σε ευχαριστώ, ο Θεός να σε ευλογεί» είπε το ευγνώμων αγοράκι στον ξένο. Ο οδηγός ταραγμένος ακόμη, απλά κοιτούσε το αγοράκι να σπρώχνει το καροτσάκι με τον αδερφό του πάνω στο πεζοδρόμιο πηγαίνοντας για το σπίτι τους.

Γύρισε προς τη τζάγκουάρ του αργά. Η ζημιά στο αυτοκίνητο ήταν εμφανέστατη αλλά ο νεαρός ποτέ δεν μπήκε στην διαδικασία να την επιδιορθώσει. Άφησε τη ζημιά να υπάρχει για να του θυμίζει το μήνυμα «Μην ζεις τη ζωή σου τόσο γρήγορα έτσι ώστε να αναγκάζεις τον άλλον να σου πετάξει ένα τούβλο για να τραβήξει την προσοχή σου»!

Ο θεός ψιθυρίζει στις ψυχές μας και μιλά στις καρδιές μας. Μερικές φορές όταν δεν έχουμε χρόνο να ακούσουμε, είναι αναγκασμένος να μας πετάξει ένα τούβλο. Είναι επιλογή μας να ακούμε ή όχι.

Σκέψη της ημέρας:


Ο Θεός δεν υποσχέθηκε μέρες χωρίς πόνο, γέλιο χωρίς θλίψη, ήλιο χωρίς βροχή, αλλά υποσχέθηκε δύναμη για κάθε μέρα, ανακούφιση στα δάκρια και φως για τον δρόμο.

Αν ο Θεός στο φέρει, θα σε βοηθήσει και να το φέρεις εις πέρας…

Δευτέρα 6 Ιουλίου 2009

Ο ΚΕΝΟΣ ΤΟΙΧΟΣ

Δύο άντρες πολύ σοβαρά άρρωστοι, ήταν στο ίδιο δωμάτιο ενός νοσοκομείου. Στον έναν επιτρέπονταν να μένει καθιστός μία ώρα το απόγευμα γιατί τον βοηθούσε να φύγουν τα υγρά από τους πνεύμονες.
Το κρεβάτι του βρισκότανε ακριβώς δίπλα στο παράθυρο του δωματίου. Ο άλλος άντρας έπρεπε να βρίσκεται συνέχεια ξαπλωμένος σε ακινησία και ένας μεσότοιχος που βρισκόταν μεταξύ των κρεβατιών δεν του επέτρεπε να κοιτάει έξω από το παράθυρο.
Οι άντρες κατέληξαν να μιλάν ατελείωτα. Μιλούσαν για τις συζύγους τους, τις οικογένειες τους, τα σπίτια τους, τις δουλειές τους, την θητεία τους στον στρατό, ακόμα και για το που είχαν πάει διακοπές. Κάθε απόγευμα ο άντρας που του επιτρεπόταν να μένει καθιστός περιέγραφε στον συγκάτοικο του όλα όσα έβλεπε από το παράθυρο του δωματίου.
Ο άντρας που βρισκόταν σε αναγκαστική ακινησία άρχιζε να καταλαβαίνει πως ζει γι’ αυτές τις μοναδικές απογευματινές ώρες που η άποψη του μεγάλωνε και ζωντάνευε από όλη την δραστηριότητα και τα χρώματα του έξω κόσμου.
Το παράθυρο έβλεπε σε ένα πάρκο με μια θαυμάσια λίμνη. Πάπιες και κύκνοι κολυμπούσαν εκεί, και τα παιδιά έπαιζαν με μικρά μοντέλα σκαφών στο νερό. Νεαρά ζευγάρια περπατούσαν πιασμένα χέρι-χέρι μέσα στα υπέροχα λουλούδια που είχαν τα χρώματα του ουράνιου τόξου. Τεράστια παλιά δέντρα στέκονταν με χάρη επάνω στο έδαφος και μια υπέροχη θέα του ουρανοξύστη της πόλης φαινόταν από μακριά.
Καθώς ο άντρας δίπλα στο παράθυρο εξηγούσε όλες αυτές τις όμορφες λεπτομέρειες, ο άντρας στο διπλανό κρεβάτι φαντάζονταν όλα αυτά που άκουγε. Ένα απόγευμα ο άντρας που ήταν δίπλα στο παράθυρο, περιέγραφε μια παρέλαση που περνούσε. Παρόλο που ο άντρας στο δίπλα κρεβάτι δεν μπορούσε να ακούσει τον ήχο της μπάντας, μπορούσε και μόνο με τα μάτια του μυαλού του να δει τους κλόουν που χόρευαν, τα πολύχρωμα άρματα και τα όμορφα διακοσμημένα αυτοκίνητα και άλογα.
Οι μέρες πέρασαν. Ο άντρας που δεν μπορούσε να δει από το παράθυρο άρχισε να επιτρέπει σπόρους έχθρας να αναπτύσσονται μέσα του. Όσο και να εκτιμούσε τις περιγραφές του συγκατοίκου του, εύχονταν μέσα του να ήταν αυτός ο οποίος θα μπορούσε να δει την θέα από το παράθυρο. Άρχισε να αποστρέφεται στον συγκάτοικο του και στο τέλος ο πόθος του να είναι δίπλα στο παράθυρο τον έφερε σε απόγνωση.
Ένα πρωινό σε μια επίσκεψη της νοσοκόμας στο δωμάτιο βρήκε τον άντρα δίπλα στο παράθυρο νεκρό. Είχε πεθάνει ειρηνικά μέσα στον ύπνο του. Λυπημένα κάλεσε τους νοσοκόμους και απομάκρυνε το πτώμα του.
Μετά από ένα χρονικό διάστημα για να μην θεωρηθεί και απρέπεια ο άντρας ζήτησε να μετακινηθεί στο κρεβάτι που βρίσκονταν δίπλα στο παράθυρο. Εκείνη με πολύ προθυμία τον μετακίνησε και φρόντισε να είναι άνετος. Σιγά-σιγά στηρίχθηκε με πόνο στον αγκώνα του να σηκωθεί να ρίξει μια ματιά στον έξω κόσμο. Επιτέλους θα μπορούσε να δει τον έξω κόσμο και όλες τις δραστηριότητες του.
Αυτό που είδε ήταν ένας κενός τοίχος !
Κάλεσε την νοσοκόμα και την ρώτησε: πως μπορούσε ο συγκάτοικος μου να βλέπει όλα αυτά που μου περιέγραψε; Πως μπορούσε να μου μιλάει για τόσο ομορφιά και με τόσες λεπτομέρειες, όταν αυτό που φαίνεται από αυτό εδώ το παράθυρο είναι ένας παλιός και βρώμικος τοίχος;
Και η νοσοκόμα του απάντησε : Ω θεέ μου........δεν το ξέρατε πως ο πρώην συγκάτοικος σας ήταν τυφλός; Δεν μπορούσε να δει καν τον τοίχο, ίσως ήθελε να σας ενθαρρύνει.

Αν ζείτε μια ζωή βασανίζοντας τον εαυτό σας για το τι έχουν οι άλλοι ,πιθανότατα να χάσετε την χαρά του να γίνετε αποδέκτες σε αυτά που οι άλλοι θέλουν να σας δώσουν.

Κυριακή 5 Ιουλίου 2009

Παραμύθι με νεράϊδες

Κάποτε πριν πολλά χρόνια ζούσε ένα αγόρι τόσο ευαίσθητο και καλόκαρδο που μια μάγισσα θύμωσε τόσο μαζί του που αποφάσισε να του στείλει τη νεράιδα του Σκότους για να το πάρει με το μέρος της.
Μια νύχτα που το φεγγάρι έπαιζε κρυφτό με τα σύννεφα, πήγε η Μαύρη νεράιδα στο σπίτι του νέου. Σύρθηκε κρυφά μες τους ίσκιους και τρύπωσε στο δωμάτιό του. Το παλικάρι κοιμόταν ήσυχα και γαλήνια. Έβλεπε ένα όμορφο όνειρο και χαμογελούσε.
Η νεράιδα πλησίασε αθόρυβα, κοίταξε το γαλήνιο βλέμμα του και ζήλεψε που ένας θνητός μπορούσε να νοιώθει τόση ηρεμία την ώρα που κοιμόταν. Έβγαλε το μαύρο πουγκί που είχε πάντοτε κάτω από τον μεταξωτό της μανδύα, και του έριξε στο στόμα λίγες σταγόνες. Λίγες σταγόνες από το φίλτρο της Λησμονιάς. Έριξε μια τελευταία ματιά πίσω της και έφυγε γελώντας.
Όταν ξύπνησε ο νέος το πρωί, δεν θυμόταν ποιος ήταν. Δεν θυμόταν τι ήταν. Βγήκε στο δρόμο, περιπλανιόταν σαν χαμένος, κοίταζε γύρω του σαν να έβλεπε τα πάντα για πρώτη φορά. Τότε πετάχτηκε μπροστά του η νεράιδα με τα μαύρα, του χαμογέλασε, και το χλωμό της πρόσωπο έλαμψε.
Πόσο όμορφη του φάνηκε!Ψιλόλιγνη και λυγερή με τα μεγάλα της μάτια να κοιτούν κατευθείαν στην ψυχή του. Το βλέμμα της ήταν σκοτεινό και το χαμόγελό της θλιμμένο, μα γι αυτόν είχε την λάμψη του Ήλιου.Ήταν το πιο όμορφο βλέμμα που είχε δει ποτέ!


Σαν υπνωτισμένος την ακολούθησε. Ο κόσμος έβλεπε τον νέο να ακολουθεί τη μαυροφορεμένη γυναίκα χωρίς να κοιτάει τίποτα άλλο, χωρίς να ρίχνει ένα βλέμμα πουθενά αλλού, παρά μόνο στη μορφή που προχωρούσε εμπρός του κι απορούσε:
"Μα καλά, δεν βλέπει που πηγαίνει; Δεν καταλαβαίνει ότι ακολουθεί τη Μαύρη νεράιδα; Θα τον οδηγήσει στο χαμό του!"
Κανείς όμως δεν του έλεγε τίποτα.Κανείς δεν τον έπιασε από τους ώμους να τον συνεφέρει. Όλοι κοιτούσαν και λυπόνταν. Η ζωή συνεχίζεται, τι κι αν ένας ακόμα νέος έπεφτε στα αδηφάγα χέρια μιας Μαύρης νεράιδας.... Καλό θέμα συζήτησης, μα μέχρι εκεί. Ό,τι δεν μας αγγίζει, δεν μας αφορά. Μέχρι να μας αγγίξει...
Μόνο τότε ασχολούμαστε, μόνο τότε φωνάζουμε και διαμαρτυρόμαστε γιατί κανείς δεν είπε κάτι, γιατί κανείς δεν μας ξύπνησε από το λήθαργο... Ο νέος την ακολουθούσε ολόκληρη τη Μέρα. Ο Ήλιος άρχιζε την κάθοδό του κουρασμένος πια, όταν εκείνοι, έφτασαν σε μια λίμνη.
Ήταν μια όμορφη λίμνη γεμάτη με νούφαρα που επέπλεαν επάνω στα πράσινα νερά της. Καλαμιές σκέπαζαν τη μία της πλευρά, και θάμνοι θεόρατοι, την άλλη. Τα δένδρα ήταν ψηλά και έκρυβαν το φως του Ήλιου. Η υγρασία δημιουργούσε καπνό που αναδυόταν αργά προς τον ουρανό. Φωνές πουλιών και πετάγματα εντόμων δεν ακούγονταν πουθενά. Μια απίστευτη ησυχία πλανίοταν γύρω.
Εκεί σταμάτησε η νεράιδα.Γύρισε τον κοίταξε κατευθείαν στα μάτια και του έγνεψε να πλησιάσει. Σαν να ξύπνησε από το λήθαργο ο νέος, κοίταξε τρομαγμένος γύρω του.
"-Που είμαι;" ψέλλισε.
-"Εδώ μαζί μου..." του είπε η νεράιδα. "Εδώ είναι το σπίτι σου, μαζί μου."
Πέταξε το μανδύα και του έπιασε το χέρι.
"-Έλα, έλα να βουτήξουμε στο νερό. Είναι δροσερά και όμορφα."
Θαμπώθηκε από την ομορφιά του κορμιού της. Ήταν σφιχτό και γεμάτο καμπύλες. Την ακολούθησε υπνωτισμένος. Βούτηξαν στα νερά κι άρχισαν να παίζουν. Έρχονταν όλο και πιο κοντά, οι ανάσες μπερδεύονταν, λαχάνιαζαν. Τα χάδια τους έγιναν πιο τρυφερά.
Η καρδιά του νέου άρχισε να χτυπά δυνατά.
-"Πόσο τυχερός είμαι...." σκέφτηκε. Αλήθεια, πόσο μεγάλη τύχη ήταν να γνωρίσω ξαφνικά μια τόσο όμορφη γυναίκα....!"


Οι μέρες κυλούσαν με χάδια και φιλιά. Ο νέος ένοιωθε ευτυχισμένος εκεί. Μέσα στο συνεχές μισοσκόταδο ανακάλυπτε πράγματα που δεν είχε ποτέ φανταστεί. Ο καιρός όμως περνούσε, και η νεράιδα άρχισε να δυσανασχετεί. Δεν τον άφηνε πλέον να την αγγίζει όπως πριν.Δεν τον άγγιζε ποτέ. Δεν τον φώναζε κοντά της. Καθόταν μόνη σε ένα βραχάκι, και χανόταν μέσα στις σκέψεις της.
Τότε εμφανίστηκε η μάγισσα. Ήρθε ξαφνικά μέσα σε ένα μαύρο σύννεφο. Κάτι είπε στη νεράιδα και αυτή τον κοίταξε με βλέμμα λυπημένο. Ανέβηκε στο σύννεφο και πέταξε μακριά μαζί της.
Ο νέος έμεινε αποσβολωμένος να κοιτά. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί έφυγε. Τι είχε κάνει;
"Δεν μπορεί, θα ξαναγυρίσει... Δεν μπορεί να φύγει έτσι ξαφνικά, χωρίς ένα αντίο, χωρίς μια λέξη..." Περίμενε εκεί....
Περνούσαν οι εβδομάδες και ο νέος έστεκε πάντα δίπλα στη λίμνη. Οι μέρες έσερναν τις ώρες τους αργά, βασανιστικά. Κοιτούσε πάντοτε ψηλά, στον ουρανό. Κάθε φορά που έβλεπε ένα μαύρο σύννεφο να πλησιάζει σπρωγμένο από τον άνεμο, αναθαρρούσε.
Η καρδιά του πετάριζε. Περίμενε το σύννεφο να φέρει τη νεράιδά του πίσω. Εκείνο έφερνε όμως μόνο βροχή. Η νεράιδα δεν ξαναγύρισε ποτέ.Καθόταν στην άκρη της λίμνης και αναρωτιόταν
"Γιατί;"

Καμία απάντηση από πουθενά... Η μάγισσα μόνο πέρναγε καβάλα στο σύννεφό της και γέλαγε χαιρέκακα.
-"Τώρα να σε δω θνητέ, που πήγε η γαλήνη και η ηρεμία σου.... Γιατί χάθηκε η ομορφιά της ψυχής σου; Έτσι είναι πάντα... Έτσι θα γίνεται πάντα... Όλοι σας χρειάζεστε μια πλάνη, μία σκιά να βαραίνει τα μάτια για να καταλάβετε, να σταματήσετε να είστε ευτυχισμένοι".
Μήνες ολόκληρους τον κοίταζε και γελούσε. Τον έβλεπε να μαραζώνει και η καρδιά της ευφραινόταν. Μέχρι που κάποια στιγμή πέρασε πάνω από τη λίμνη η μάγισσα με το λευκό σύννεφο. Είδε ο νέος το σύννεφο που κατέβαινε και άρχισε να τρέχει προς τα εκεί.
Ένα τεράστιο χαμόγελο εμφανίστηκε ξανά και το πρόσωπό του έλαμψε. Όμως στο σύννεφο ήταν μόνο μια μάγισσα που το κοίταζε με λύπη.
"-Τι κάνεις εδώ πέρα μόνος σου; Ποιος είσαι;"
"-Εγώ περιμένω την αγαπημένη μου να έρθει πάλι στη λίμνη μας. Την ξέρεις; Φοράει ένα μαύρο μανδύα και είναι πολύ όμορφη. Έχει ένα θλιμμένο χαμόγελο... Έφυγε μια μέρα με ένα μαύρο σύννεφο και δεν ξαναγύρισε."
Η μάγισσα κατάλαβε..
-"Έλα" του είπε... "Έλα να σου πω...."
-"Τι μπορείς να μου πεις εσύ μάγισσα; Που είναι η αγαπημένη μου;"
-"Έλα να σου δείξω."
Ανέβηκε ο νέος στο σύννεφο και πέταξε μαζί με τη μάγισσα πάνω από βουνά και πεδιάδες. Έφτασαν σε ένα δάσος σκοτεινό όσο και η λίμνη του. Εκεί υπήρχαν δύο σκιές που πήδαγαν από βράχο σε βράχο. Γέλια αντηχούσαν και κραυγές. Αναγνώρισε τη φωνή της...Μα που ήταν; Τι έκανε εκεί;"-Γιατί;;;" ρώτησε τη μάγισσα.
-"Δεν υπάρχει γιατί. Έτσι είναι ο κόσμος. Έτσι ήταν και έτσι θα παραμείνει για πάντα. Δεν χωράει καλοσύνη και γαλήνη μέσα του. Πρέπει να υπάρχουν σκιές παντού."
-"Γιατί όμως; Ποιον πειράζει αν όλα είναι φωτεινά; Αν υπάρχει παντού χαρά και αγάπη;"
Η μάγισσα δεν του απάντησε. Τον κοίταξε μόνο και κούνησε το κεφάλι της.
-"Δεν κατάλαβες ακόμα; Ακόμα δεν μπορείς να καταλάβεις ότι τα ωραία πράγματα πρέπει να κρατούν για λίγο; Τι θα ήταν η ζωή σας αν παντού βασίλευε η ευτυχία; Ποιος θα μπορούσε να αντέξει αν όλα ήταν γύρω του όμορφα και εύκολα; Πως θα μπορούσες να κοιμηθείς, να ονειρευτείς εάν όλα είναι λουσμένα στο φως; Πως θα μπορούσες να νοιώσεις την χαρά της ηρεμίας αν ήσουν πάντα ήρεμος";
"Βλέπεις παλικάρι μου, ακόμα κι ο Ήλιος, δύει τη μισή μέρα. Παραχωρεί το θρόνο του στο βασίλειο των Σκιών. Μέσα εκεί ζει ο Έρωτας. Το υπέρτατο συναίσθημα ανήκει στη Νύχτα. Ανήκει στις Σκιές."
Ο νέος κατάλαβε.
-"Όλα είναι μία αντίφαση. Η ευτυχία είναι ένα Όνειρο που κρατάει για λίγο. Είναι μια Στιγμή που τη ζούμε για να μας λείψει. Τότε καταλαβαίνουμε την αξία της. Τότε νοιώθουμε."
-"Έλα πάμε πάλι πίσω. Εκεί στην πόλη από όπου ξεκίνησες. Τώρα ξέρεις. Τώρα μπορείς να ζήσεις κι εσύ σαν Άνθρωπος.
-"Ναι, τώρα πόνεσα. Έμαθα. "
-"Όχι ακόμα. Αλλά τώρα, μπορεί να μάθεις κάποτε." ... είπε η μάγισσα και γύρισε το σύννεφο πάλι στον ουρανό.
Η μέρα χάραζε και ο ορίζοντας ρόδιζε στο βάθος. Ένα ουράνιο τόξο σημάδευε το τέλος της μπόρας κάπου μακριά. Ο Ήλιος κόκκινος, σκορπούσε το φως του παντού. Μια ακτίνα ζέστανε το πρόσωπο του νέου. Έκλεισε τα μάτια κι ονειρεύτηκε τη νεράιδά του.
Τι κι αν ήταν Μαύρη; Ήταν δικιά του, έστω και για μία στιγμή...
-"Σε ευχαριστώ Μαύρη νεράιδα" φώναξε. "Σε ευχαριστώ που με έμαθες να νοιώθω. Με έμαθες ότι όλα είναι περαστικά."
-"Πάμε... Ο κόσμος είναι γεμάτος νεράιδες. Ήρθε η ώρα να ψάξεις τη Λευκή νεράιδα. Είναι κάπου εκεί έξω και σε περιμένει" ....


http://paramythimythiko.pblogs.gr/

Παρασκευή 3 Ιουλίου 2009

Έχω εσένα

Ο άτεκνος...

Ήταν ένα ζευγάρι που δυστυχώς σύμφωνα με τους γιατρούς ήταν ανίκανο να κάνει παιδιά. Ειδικά ο άνδρας, που ήθελε πολύ ένα παιδάκι, στενοχωριόταν πολύ. Μία μέρα καθώς περπατά στον δρόμο συναντά τον παπά που τους πάντρεψε.
-Πως τα πάς αγαπητέ μου ;
-Μια χαρά πάτερ!!! Το μόνο μου πρόβλημα είναι ότι με την γυναίκα μου δεν μπορούμε να κάνουμε παιδιά!
-Τότε σε δυο μέρες που θα επισκεφτώ το Άγιο Όρος θα ανάψω ένα κεράκι και θα παρακαλέσω τον Μεγαλοδύναμο να σας βοηθήσει!
-Ευχαριστώ πολύ, πάτερ!
Περνούν αρκετά χρόνια και ο παπάς συναντά την γυναίκα που δεν μπορούσε να κάνει παιδιά. Αυτήν την φορά όμως κρατάει στην αγκαλιά της ένα μωρό.
-Α !!! Βλέπω κάνατε παιδάκι! Συγχαρητήρια!
-Ναι πάτερ! Και όχι μόνο αυτό!!! Έχουμε άλλα 4 σπίτι και μόλις έμαθα πως είμαι πάλι έγκυος. Σε δίδυμα αυτή την φορά !!!
-Αυτό είναι εκπληκτικό!
-Μα καλά … ο άνδρας σου που είναι;!!!
-Έφυγε τρέχοντας για το Άγιο Όρος !!! Κάτι μουρμούραγε για ένα κερί που έπρεπε να σβήσει !!!

Πέμπτη 2 Ιουλίου 2009

Είμαστε χώρια

Για σένα

ΣΧΟΛΙΚΟ

ΣΧΟΛΙΚΟ ΣΤΗΝ ΙΑΠΩΝΙΑ




ΚΑΙ ΤΩΡΑ... ΣΧΟΛΙΚΟ ΣΤΟ ΠΑΚΙΣΤΑΝ...


Βλέπετε ομοιότητες με την Ελλάδα?... Υπερβολή? καμιά φορά με την υπερβολή δηλώνεται το πρόβλημα και λέγονται οι μεγαλύτερες αλήθειες...

Δευτέρα 29 Ιουνίου 2009

Τα τέσσερα κεριά...

Τέσσερα κεριά έκαιγαν απαλά φωτίζοντας το σκοτεινό δωμάτιο. Η νύχτα ήταν τόσο ήσυχη που μπορούσες να τα ακούς να σιγοψιθυρίζουν…

“Είμαι η Ειρήνη, όμως κανένας δε φροντίζει να διατηρεί τη φλόγα μου, μάλλον θα πρέπει να αποχωρήσω”, ακούστηκε να ψιθυρίζει το πρώτο κερί και αργόσβησε.

“Είμαι η Πίστη, μα κανένας δε φαίνεται να με χρειάζεται πλέον, οπότε δεν υπάρχει νόημα να παραμένω αναμμένη”, είπε το δεύτερο κερί την ώρα που ένα απαλό αεράκι έσβηνε τη φλόγα του.

“Είμαι η Αγάπη, δεν έχω την αντοχή να διατηρήσω τη φλόγα μου. Οι άνθρωποι δε μου δίνουν σημασία και δεν κατανοούν την αξία μου. Έχουν πάψει να αγαπάνε ακόμα και τα πιο κοντινά τους άτομα.” ψιθύρισε το τρίτο κερί και έσβησε.

Ένα μικρό κοριτσάκι άνοιξε ξαφνικά την πόρτα και μπήκε στο δωμάτιο. Κοίταξε τα σβησμένα κεριά και με βουρκωμένα μάτια τους είπε: “Γιατί δεν είστε αναμμένα; Θα έπρεπε να είστε αναμμένα μέχρι το τέλος”

Τότε μοναχά μίλησε το τέταρτο κερί. “Μη κλαις, της είπε. Όσο υπάρχω εγώ και διατηρώ τη φλόγα μου, μπορούμε να ανάψουμε και πάλι τα σβησμένα κεριά. Το όνομα μου είναι Ελπίδα…”

Το νόημα της ζωής

Μια φορά και ένα καιρό, τρία αδέρφια αποφάσισαν να μάθουν το νόημα της ζωής. Ρώτησαν τον ιερέα και τον δάσκαλο του χωριού που ζούσαν αλλά δεν ξέραν να τους απαντήσουν. Φύγαν από το χωριό και πηγαίναν σε όλο και μεγαλύτερες πόλεις αλλά πουθενά κανείς δεν ήξερε το νόημα της ζωής.

Μια μέρα συναντάνε έναν ταξιδιώτη και του λένε την επιθυμία τους. Αυτός απαντάει:

“Το νόημα της ζωής το ξέρει ένας σοφός που κατοικεί στην κορυφή ενός βουνού στην άκρη του κόσμου.”

Χωρίς να χάσουν χρόνο τα τρία αδέρφια ξεκίνησαν να βρούνε το βουνό που τους είπε ο ταξιδιώτης. Μετά από ένα μακρινό ταξίδι βρήκαν μπροστά τους ένα σταυροδρόμι με τρεις δρόμους που όλοι οδηγούσαν στο βουνό. Τα τρία αδέρφια τότε αποφάσισαν να χωρίσουν και να πάρει ο καθένας ξεχωριστό μονοπάτι.

Ο μεγαλύτερος πήρε τον αριστερό δρόμο. Πέρασε μία έρημο, πέρασε ένα επικίνδυνο δάσος και έφτασε σε ένα χωριό. Οι χωριανοί που δεν βλέπανε πολλούς ξένους από τα μέρη τους τον καλωσόρισαν και του ζήτησαν να τους πει την ιστορία του. Αυτός τους είπε για το βουνό , τον σοφό και ότι έψαχνε το νόημα της ζωής. Μια κοπέλα άκουσε την ιστορία του και τον κάλεσε να ξαπλώσει στα γόνατα της για να ξεκουραστεί. Και ο μεγαλύτερος αδερφός μόλις ξάπλωσε, έκλεισε τα μάτια του και ξέχασε το βουνό, ξέχασε τα αδέρφια του, ξέχασε και το νόημα της ζωής.

Ο μεσαίος αδερφός, πήρε τον δρόμο που πήγαινε ευθεία. Πέρασε μία έρημο, πέρασε ένα επικίνδυνο δάσος, κολύμπησε μία τεράστια λίμνη και σκαρφάλωσε απόκρημνους βράχους. Μία μέρα καθώς περπατούσε βρήκε στον δρόμο του μία πηγή. Διψασμένος όπως ήταν, σκύβει να πιει λίγο νερό. Αλλά το νερό ήταν πολύ γλυκό και μόλις ήπιε την πρώτη γουλιά, ξέχασε το βουνό, ξέχασε τα αδέρφια του, ξέχασε και το νόημα της ζωής.

Ο μικρότερος αδερφός, πήρε τον δρόμο δεξιά. Πέρασε μία έρημο, πέρασε ένα επικίνδυνο δάσος, κολύμπησε μία τεράστια λίμνη, σκαρφάλωσε απόκρημνους βράχους, πολέμησε τέρατα και περπάτησε σε χιονοθύελλες και σε καύσωνες. Όσες κοπελιές και αν του ζητούσαν να ξεκουραστεί στα γόνατα τους αρνιόταν και κάθε φορά που έβρισκε μια πηγή έριχνε αλάτι στο νερό της για να γίνει αλμυρό. Και μετά από ένα μεγάλο ταξίδι και αφού είχαν μακρύνει τα γένια του και είχαν ασπρίσει τα μαλλιά του, βρίσκει το βουνό που κατοικούσε ο σοφός.

Με όλες του τις δυνάμεις σκαρφαλώνει στην κορυφή όπου και βλέπει τον σοφό να κάθεται και να τον περιμένει. Χωρίς να χάσει χρόνο τον ρωτάει:
“Σοφέ γέροντα έμαθα ότι ξέρεις το νόημα της ζωής. Έκανα μεγάλο ταξίδι για να σε συναντήσω. Σε παρακαλώ μοιράσου το μαζί μου.”

Ο σοφός μετά από μια μικρή παύση του απαντάει:
“Το νόημα της ζωής είναι ένα δέντρο στην μέση της ερήμου που δεν έχει ούτε ρίζες, ούτε κορμό ούτε κλαδιά…”

Ο νεαρός μετά από λίγη σκέψη, του λέει:
“Δηλαδή γέροντα αυτό που θες να μου πεις είναι ότι το νόημα της ζωής δεν υπάρχει πραγματικά, αλλά πρέπει εμείς να το ψάχνουμε για να παίρνουμε δύναμη και να τα καταφέρνουμε στις δυσκολίες της ζωής;”

Τότε ο σοφός αφού του έγνεψε χαμογελώντας, ο νέος ευχαριστημένος που επιτέλους έμαθε το νόημα της ζωής, ξεκίνησε για το ταξίδι της επιστροφής και για να μάθει την τύχη των αδερφών του.

Αφού έφυγε ο νέος, ο σοφός τραβάει κοντά του ένα μεγάλο βιβλίο και γράφει την απάντηση του νεαρού μαζί με τις άλλες που είχαν δώσει όλοι αυτοί που τον ρώτησαν για τον νόημα της ζωής.

Γιατί πραγματικά το νόημα της δεν υπάρχει πραγματικά, αλλά πρέπει εμείς να το ψάχνουμε για να παίρνουμε δύναμη και να τα καταφέρνουμε στις δυσκολίες της ζωής…

εγώ βρήκα εσένα... εσύ είσαι το νόημα της δικής μου ζωής...

Pete Seeger

"Αν ειχα λιγα δευτερολεπτα για να πω κατι πριν πεθάνω, θα έλεγα : 'μην αφήσετε κανέναν να σας πει οτι δεν υπάρχει ελπιδα. Οσο κι αν σας εχουν καταπιέσει, χτυπήσει, βρίσει, σηκωθείτε και παλέψτε. Παλέψτε με το χαμόγελο. Η πάλη αυτή μπορεί να είναι διασκεδαστική. Σκαρώστε ενα τραγούδι, ζωγραφίστε μια εικόνα, πείτε μια ιστορία, αλλά κάντε κάτι μόνοι σας, μην αφήνετε τους άλλους να κάνουν κάτι. Κάθε άνθρωπος, άντρας ή γυναίκα, μαύρος ή άσπρος, νέος ή γέρος, έξυπνος ή αργός, όλοι έχουμε κάτι να πούμε και πρέπει να το πούμε, οφείλουμε να το πούμε."

Καλημέρα...

Κυριακή 28 Ιουνίου 2009

Χωρίς τίτλο...

Σε χάνω... και δεν μπορώ μπροστά στον κόσμο να λυγίσω... ούτε την ώρα που περνά να σταματήσω... Σου στέλνω χωρίς λόγο, τρεις λέξεις... Σ' αγαπώ καρδιά μου... Χωρίς να θέλω να πετύχω κάτι... Χωρίς να περιμένω απάντηση... Απλά, γιατί θέλω να κάνω λίγο θόρυβο στην τόση σιωπή σου... ΜΑΘΕ ΝΑ ΛΥΓΙΖΕΙΣ... ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΣΠΑΣΕΙΣ ΠΟΤΕ!! Έχεις χαθεί σε μια σιωπή που μεγαλώνει τη μοναξιά μου. Δε σε θυμήθηκα απλά... δε σε ξέχασα. Θέλω να σε δω... αλλά όχι μόνο στα όνειρα μου...

πάλι από μια αγάπη που έσβησε (;) υπάρχει (;)...

Κυριακή 21 Ιουνίου 2009

O Άντρας στο Φεγγάρι

Κάποτε ήταν ένα πολύ όμορφο κορίτσι, που το έλεγαν Αμάτα και ζούσε σ' ένα μικρό χωριό, περικυκλωμένο από δάση, στους πρόποδες ενός ψηλού βουνού. Η Αμάτα ήταν ονειροπαρμένη και είχε όλο παράξενες ιδέες. Φανταζόταν πως υπήρχε κάποιος άντρας στο φεγγάρι που της χαμογελούσε από ψηλά κάθε βράδυ.

"Θέλω να τον παντρευτώ, μαμά", έλεγε πεισματάρικα. "Είναι ο ομορφότερος άντρας που έχω δει ποτέ".

"Δεν υπάρχει κανένας άντρας στο φεγγάρι", ανταπαντούσε απότομα η μητέρα της. "Καιρός να βάλεις στην άκρη τα παιδιάστικα ονειροπολήματά σου. Πολλά παληκάρια του χωριού, ζήτησαν το χέρι σου. Ξέχνα το φεγγάρι και διάλεξε ένα από αυτά".

Όμως, η Αμάτα, αν δεν μπορούσε να έχει τον άντρα από το φεγγάρι, δεν ήθελε κανέναν άλλον. Εκείνο το βράδυ, έβαλε τα υπάρχοντά της σε μια τσάντα και το έσκασε από το χωριό. Θα πήγαινε να βρει τον άντρα των ονείρων της και θα του έλεγε πόσο τον αγαπούσε. Εκείνος όμως, θα της απαντούσε?

Η Αμάτα περιπλανήθηκε στο δάσος, κρυφοκοιτάζοντας μέσα από τα δέντρα. Το φεγγάρι ήταν τόσο ψηλά στον νυχτερινό ουρανό...πως θα έφτανε τον αγαπημένο της? Προσπάθησε να τον φωνάξει, αλλά η φωνή της πνιγόταν από τους ήχους των πλασμάτων της νύχτας. Προσπαθώντας να τον αγγίξει, σκαρφάλωσε στο ψηλότερο δέντρο του δάσους, σκίζοντας το φουστάνι της στα κοφτερά κλαδιά. Και πάλι όμως το φεγγάρι ήταν πολύ μακρυά.

Η Αμάτα κατέβηκε από το δέντρο και προσπάθησε να σκεφτεί. Στο τέλος αποφάσισε να σκαρφαλώσει στο βουνό. Θα έφτανε το φεγγάρι από την κορυφή του?

Ξεκίνησε να ανεβαίνει το μονοπάτι, ακολουθώντας τα πανάρχαια περάσματα που είχαν ανοίξει οι βοσκοί, αφήνοντας πίσω της το φιλόξενο δάσος. Το χιόνι στο βουνό, μελάνιασε τα γυμνά πόδια της και οι αιχμηρές πέτρες, ξέσκισαν τις μικρές πατούσες της, αλλά εκείνη δεν έδινε σημασία. Έφτανε πιο κοντά στον άντρα που αγαπούσε. Τίποτα άλλο δεν είχε σημασία. Όταν έφτασε στην κορυφή του βουνού, σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της και φώναξε: "Γειά σου..γειά σου.."

Και πάλι όμως ο άντρας στο φεγγάρι, ήταν πολύ μακρυά. Βαριά σύννεφα φορτωμένα βροχή, σχημάτισαν μια κουρτίνα ολόγυρά του και εξαφανίστηκε από τα μάτια της. Το καημένο το κορίτσι, πήρε με δυσκολία το δρόμο του γυρισμού, κλαίγοντας με λυγμούς από την απελπισία. Ήταν αποφασισμένη να μην επιστρέψει στο χωριό της. Αν δεν μπορούσε να έχει τον άντρα στο φεγγάρι, δεν ήθελε κανέναν...

Στο δάσος σταμάτησε για να πλύνει τα κουρασμένα και πληγιασμένα πόδια της σε μια λίμνη. Είτε το πιστεύετε είτε όχι, το φεγγάρι ήταν εκεί, φανερωμένο πια από τα σύννεφα και επέπλεε στο νερό της λίμνης. Η Αμάτα, είχε ανεβεί στην κορυφή του βουνού για να τον φτάσει, όμως αυτός ήταν εκεί, μπροστά στα πόδια της. Τι όμορφος που ήταν και πόσο χαρούμενος φαινόταν που την έβλεπε! Άπλωσε το χέρι για να του χαϊδέψει το πρόσωπο και έπεσε με το κεφάλι μέσα στη λίμνη. Το τελευταίο πράγμα που είδε, ήταν το χαμόγελό του...

Ψηλά, ανάμεσα στ' αστέρια, ο θεός Τούπα, που παρακολουθούσε όλο αυτό τον καιρό την Αμάτα, δεν άντεξε τόσο πόνο. Ένα τόσο γενναίο κορίτσι, άξιζε καλύτερη μοίρα, ένα πιο ευτυχισμένο τέλος. Ο θεός, ανοιγόκλεισε τα μάτια και η Αμάτα, επέπλευσε και πάλι στην επιφάνεια του νερού, μεταμορφωμένη σ' ένα πανέμορφο νούφαρο.

Ακόμη και σήμερα, το νούφαρο και ο άντρας στο φεγγάρι συναντιούνται κάθε βράδυ στη λίμνη και θαυμάζει ο ένας, την αιώνια ομορφιά του άλλου...

Ο κλέφτης της αγάπης

Πλέοντας στις θάλασσες του νετ, βρήκα ένα ποίημα που θα μας ταξιδέψει σε ερωτικούς ωκεανούς. Ένα ατελείωτο ποίημα αγάπης, που θεώρησα ότι έπρεπε να το μεταφέρω και στη δική μας τη γειτονιά. Το έχει μεταφράσει ο Χ.Π. (έτσι υπογράφει).

Ο μύθος λοιπόν λέει πως ο Bilhana ερωτεύτηκε τη κόρη του βασιλιά Madanabhirama, πριγκήπισσα Yaminipurnatilaka κι είχαν μυστική ερωτική σχέση. Ανακαλύφθηκαν όμως κι ο ποιητής ρίχτηκε στη φυλακή. Περιμένοντας την απόφαση, έγραψε ερωτικό ποίημα πενήντα στροφών, μη ξέροντας αν θα στελνόταν εξορία ή στην αγχόνη. Είναι άγνωστο ποια μοίρα είχε. Εντούτοις, το εξαιρετικό ποίημά του, μεταφέρθηκε στόμα με στόμα, σ' ολόκληρη την Ινδία. Υπήρξαν διάφορες εκδοχές, συμπεριλαμβανομένων κι αυτών από τη Νότια Ινδία, πως είχε ευτυχές τέλος. Η ευτυχής είναι πως οι στίχοι του φέρανε τη λευτεριά του, όταν τους διάβασε δημόσια τη μέρα που 'ταν να θανατωθεί και παντρεύτηκε τη πριγκήπισσα της καρδιάς του...



Και τώρα ακόμα
η σκέψη μου βυθίζεται στο μέλι του κοριτσιού μου,
στις κορδέλες, στα μπουμπούκια
που ξημέρωναν χρυσάφι,
στη μεθυσμένη νύχτα των μαλλιών της,
στα κουρασμένα, από το μόχθο της αγάπης, βήματά της,
στη γαλήνη των βλεφάρων της:
κοιμάται ή ρεμβάζει.

Αρπάζεται ο νους μου
απ' την αλήθεια της απουσίας της
κι αρχίζει να δουλεύει
βαθιά μες στη ψυχή μου
την αποκάλυψή της.

Και τώρα ακόμα
βλέπω τα στήθη της μεστά
στου κόρφου της τη κιτρολεμονιά.
Το πρόσωπό της έναστρος επάνω ο ουρανός.

Πάω κοντά.
Πυρπολημένο το κορμί της,
πληγωμένο απ' της αγάπης τη πύρινη αιχμή.
Την άνθισή της σκέφτομαι
και θάβεται η καρδιά μου ζωντανή στο χιόνι.

Και τώρα ακόμα
να 'ρχόταν το κορίτσι μου
μ' αυτά τα μάτια σαν τ' ανθάκια του λωτού
απ' της αγάπης τα μαρτύρια τσακισμένη,
αμέσως θα της άνοιγα τη δίψα των χεριών μου
να πιει αυτή, να πιω κι εγώ
απ' των χειλιών της το κρασί:
εργατικός κουρσάρος της γλύκας,
σαν την μέλισσα, που δεν χρονοτριβεί
να κλέψει από το νούφαρο το μέλι.

Και τώρα ακόμα
τη θυμάμαι κουρασμένη απ' της αγάπης
τον μόχθο να βαδίζει αργά, απρόθυμα.
Ποτάμι τα μαλλιά στα κάτωχρά της μάγουλα.
Κι η ταραχή του φουστανιού της να ψελλίζει
πολύχρωμα, δαντελωτά, τι κέρδισε, τι έδωσε.
Η αύρα η μυρωμένη των χεριών της
σκορπίζει ανεμώνες στον λαιμό μου.

Και τώρα ακόμα
έχω μπροστά μου κείνη τη στιγμή
που η συστολή της -διάφανο σκοτάδι-
μου έκρυψε τ' ωραίο πρόσωπό της,
αφήνοντας τα μάτια της να λάμψουν σαν αστέρια.
Κι η αγρύπνια του έρωτα φτερούγιζε όλη νύχτα
σα ρόδινο πουλί.

Και τώρα ακόμα
αν έβλεπα τα μάτια τα μεγάλα της
τα μήλα τα ολοζώντανα, τα μάγουλα τ' αχνά,
σα κήπος θ' άνθιζε ο πυρετός του χωρισμού,
κι η νύχτα ένας εραστής μελαχρινός
θα χόρταινε το φως
στα στήθια της ημέρας.

Και τώρα ακόμα
θυμάμαι το λιγνό ποτάμι των μαλλιών της να σπαρταρά,
τα πορφυρά της χείλη να σμίγουν στη φλογέρα,
να οδηγούν του έρωτα τον χορό.
Ένα τρελό φεγγάρι το πρόσωπό της έγινε
πάνω απ' το χορτασμό.
Σαλέψαν ανεπαίσθητα τα μέλη της, σιγά, αρμονικά,
τα πόδια της δουλέψαν τον λευκό μόχθο του έρωτα
και σώπασε απαλά.

Και τώρα ακόμα
τη βλέπω στη κρυστάλλινη αχλή των αρωμάτων της
να σπέρνει καταιγίδες σεντονιών:
ένα κορίτσι με μάτια σα καλό κρασί,
δυο μάτια που αγαπιούνται σα πουλιά...
Πώς καιροφυλακτεί
το νεογέννητο γεράκι των χειλιών της!

Και τώρα ακόμα
κολυμπά τρυφερά
προς την απόκρημνη ακτή του πόθου της:
σαν το κρασί κόκκινα,
κατακόκκινα τα μεθυσμένα χείλη της,
γραμμένα με απέραντο γαλάζιο.
Μέλι χρυσό το λυγερό κορμί της,
κόσμος ολάκερος το ζωντανό της βλέμμα.
Υπέροχη η ανάσα της σαν αύρα
φέρνει τ' αρώματα όλα του Κασμίρ.

Και τώρα ακόμα
κάνει τα μάγια της μες στη ψυχή μου.
Ακούω τη φρικτή λέξη του χωρισμού
μέσα στη νύχτα: «Αντίο».
Γυρίζω, βλέπω μια χρυσή ανταύγεια χειλιών.
Γέρνω να τα φιλήσω.
Και χάνομαι μες στα μαλλιά
του κοριτσιού που αγάπησα,
βαθιά, πολύ βαθιά.

Και τώρα ακόμα
το διψασμένο βλέμμα μου νηστεύει τη μορφή
του κοριτσιού που έχασα.
Κρίκοι χρυσοί μου εσείς,
που αγγίζατε τη τρυφερή μανόλια
του προσώπου της
κι άγραφη εσύ περγαμηνή,
τραγούδησαν τα χείλη μου ατέλειωτα φιλιά.
Τόσα φιλιά!
Μα τί να γράψω πια;

Και τώρα ακόμα
μπροστά στον θάνατο
θυμάμαι τα βαμμένα βλέφαρά της
τα πεινασμένα μάτια της,
το έλεος του κορμιού της
δοσμένου στο κατάκοπο κυνήγι της αγάπης.
Κόκκινα αγριολούλουδα,
δροσίζουνε τη θλίψη μου οι θηλές της
κι ο πόνος μου νειρεύεται
χείλια υγρά και πορφυρά,
χείλια που ήταν κάποτε δικά μου.

Και τώρα ακόμα
έρχεται η άνοιξη και σπέρνει διάφανη δροσιά μες στα νερά.
Τα δέντρα αργοσαλεύουν τα τρυφερά τους δάχτυλα.
Το φως, ανθίζει πορφυρό στον κήπο του Θεού.
Νυχτώνει ωστόσο κάποτε και βγαίνει το φεγγάρι
κι είναι το φως του φεγγαριού
σαν τα γλυκά της μάγουλα,
κι είναι οι σκέψεις διάφανες
σαν τα χαμόγελά της.
Ένας κύκνος τριγυρίζει στο σκοτάδι.
Δεν αντέχω το μαρτύριο αυτό.

Και τώρα ακόμα
η ευλογία της ολόγυμνης αγάπης
στο μεθυσμένο μεγαλείο της μορφής της
με περνά απ' το μαρτύριο της μνήμης:
φλόγα λιγνή, τρεμοσβηστή, το φόρεμά της,
μόλις σκεπάζει ένα χέρι ρόδινο,
που σπεύδει με συστολή να συμμαζέψει
ό,τι ταξίδεψε πλησίστια η βιασύνη.
Στο τέλος, πάντα αναχωρεί τόσο γλυκά, τόσο απαλά.

Και τώρα ακόμα
όταν ραγίζει ξαφνικά η πέτρα της καρδιάς μου
της φυλακής μου πέφτουνε οι τοίχοι
και βλέπω ένα κορίτσι-φως.
Τα ρόδα των δακτύλων της
σκορπίζουν στα μαλλιά της
μιαν αγωνία τρυφερή.
Κοιτάζει κάπου μακριά.
Κι όπως ανοίγει τη ρόδινη αγκαλιά της,
ξημερώνει.

Και τώρα ακόμα
όλο στενεύει η φυλακή μου,
όλο μικραίνει.
Χτίζει άλλους τοίχους το σκοτάδι,
κι ένα κορίτσι κουρασμένο στο κρεβάτι μου, γελά.
Ταΐζει ένα μικρό πουλί, λιγνή σαν τη μελιά.
Νυστάζει, δεν κοιμάται, σαν ποτάμι.

Και τώρα ακόμα
τη βλέπω, όπως πάντα, να περνά,
να ταπεινώνει το σκοτάδι
με λουλούδια και πυρσούς.
Γυρίζει, βλέπω καθαρά το πρόσωπό της.
Στέκεται, αμύνεται με σθεναρή
αυτοσυγκράτηση:
«Εγώ πάω για ύπνο. Καληνύχτα!»

Και τώρα ακόμα
που είμαστε μακριά τόσο καιρό,
πουλί δεν φτερουγίζει έξω απ' τη φυλακή μου,
δίχως να δω ολοζώντανο εκείνο το κορίτσι
να κελαηδά όταν μιλά, να έρχεται σαν κύκνος,
σαν πληγωμένου γερακιού φτερούγα να καθεύδει,
η νύχτα των μαλλιών της.

Και τώρα ακόμα
νιώθω πως είναι ευτυχισμένη η ωραία μου πριγκίπισσα.
Τη βλέπω να χαϊδεύει
με τα μπουμπούκια των δακτύλων της
τα στήθη της.
Κρυφά κοιτάζει∙ με κοιτάζει και γελούν τα μάτια της.
Για ένα Θεό ανοίγουν τα μπουμπούκια της.
Ένα Θεό αγκαλιάζει, και σπαρταρά∙
βαθιά πολύ, θανατερά:
«Φίλα με και θα τρέξω κρυστάλλινο ποτάμι!»

Και τώρα ακόμα
κουβεντιάζουν στους δρόμους
πόσον αδύναμη υπήρξε.
Να 'ξεραν πόση δύναμη
χρειάστηκε να φτάσει μέχρις εμένα.
Μπορούσαν άραγε όλοι αυτοί,
που αγοράζουν κι αγοράζονται μ' ασήμι και χρυσό
να γράψουν την ελάχιστη σκιά κάτω απ' τα μάτια της;
Ποιός βασιλιάς την έφερε στο άχαρο κρεβάτι του;
Μοναχικό κορίτσι μου,
κρέμεται ακόμα πάνω μου σα φυλαχτό,
το σθένος σου.

Και τώρα ακόμα
που θα δω τον ήλιο μόνο μια φορά να βγαίνει.
Τώρα ακόμα, που δε θα ξαναδώ τ' αστέρια
-ούτε και θέλω-
εκείνη σκέφτομαι άγρυπνη.
Εγώ θα γείρω μια στιγμή κι ύστερα μέσα μου σιωπή.
Εκείνη; Γείρε, ύπνε, τα βλέφαρά της κι άσε με μένα
ν' αγρυπνώ τον έσχατο ερχομό σου.

Και τώρα ακόμα
η αγωνία της μοναξιάς μου είναι μια:
πως θα γλιστρήσει το φουστάνι στο κορμί της.
Θα δω τα στήθη της,
θα νιώσω τη ζωή που σφύζει μέσα τους,
μια νύχτα πανικού στα εσώρουχά της
θ' ανατρέψει όλης της γης τη τάξη,
θα 'ναι πια χάδια τα κύματα,
φιλιά οι τρικυμίες;
Την έχω δει να μπαίνει στο ναό
και να 'ναι τα λουλούδια της,
τα χέρια του ίδιου του Θεού.

Και τώρα ακόμα
όταν ακούω τους σοφούς να σαβανώνουν
με λόγια ακατάσχετα τα νεκρωμένα νιάτα τους,
μου λείπει η αρμύρα των ψιθύρων της,
το χρώμα των στεναγμών, που έσπερνε στον ύπνο της,
ν' ανθίσουν στον δικό μου λέξεις μικρές, ωστόσο σοφές,
αιφνίδιες σα νερό κρύσταλλο κρύο
κι άγριες σαν το μέλι.

Και τώρα ακόμα
θυμάμαι την αυγή να περιθάλπει
τη κατάκοπην αγρύπνια του έρωτά της.
Φωλιάζει μες στα χέρια μου, χαμογελά λιγνά
όταν τρεκλίζει η γλώσσα μου το κάθιδρο έλεός της.
Ξημέρωσε.
Όλη νύχτα,
τη σιωπή μοχθούσα του θανάτου.
Ένα τραγούδι ακόμα!
Ένα τραγούδι ακόμα...

Και τώρα ακόμα
ο ξυλοκόπος κι ο ψαράς γυρίζουν σπίτι
όταν απάνω βγαίνει το φεγγάρι,
με το τσεκούρι και το δίχτυ του μουσκίδι φως αχνό.
Σηκώνεται η πορφυρή φλόγα στο παραγώνι και λέει:
«Εμπρός, εμπρός! Έρωτα κι ύπνο αμέσως!»
Κάποιος, κάπου τραγουδά.
Κάποιο κορίτσι κρύβεται μέσα στις φυλλωσιές.
Φέγγει στα στήθη της ολάκερο φεγγάρι.
Κι εγώ θα πρέπει αύριο να πεθάνω.

Και τώρα ακόμα
σα να 'χω όρεξη για προσευχές.
Τουλάχιστον να πιάσω τη κουβέντα
με τους Θεούς γι' αυτό τον κόσμο,
για τον άλλο, να ετοιμαστώ,
να ετοιμάσω την ψυχή μου...
Γονατίζω και λέω:
«Πατέρα του φωτός,
περίμενε λιγάκι ακόμα.
Των σκοταδιών μητέρα,
κράτησε λίγο ακόμα.
Ένα φιλί... το πόδι της...
ένα φιλί μονάχα... »

Και τώρα ακόμα
βλέπω το πρόσωπο, τα μάτια της να φεύγουν
σαν τ' αγρίμια μέσα σε δάσος σκοτεινό.
Κι εγώ χαμένος κυνηγός.
Γύρω νερά μοναχικά -δάκρυα σωστά-
και πέρα κει στις φυλλωσιές θροΐζουν τα μαλλιά της.
Τρέχω και πέφτουν τα σκυλιά επάνω μου.
Ξυπνώ: σκόνη και πέτρα.
Τι είναι εδώ;
Είμαι θαμμένος;

Και τώρα ακόμα
όταν φιλά επάνω το φεγγάρι,
τις θημωνιές στην αγκαλιά του θερισμού
και το μεστό ροδάκινο στα χέρια των κλαδιών,
γαλήνια τη βλέπω να εξοφλεί τα χρέη της στον έρωτα.
Πυκνώνει, πέφτει σα δροσιά το φως των αστεριών.
Μα δεν μας βρίσκει αγκαλιά στον κήπο, όπως πάντα.
Θα πρέπει να νηστέψει χορτασμό κι αυτό το βράδυ.

Και τώρα ακόμα
ο έρωτας είναι Θεός κι η νύχτα η Θεά του.
Όμως εγώ συνάντησα κάποτε το παιδί τους∙
κι ήταν ωραία,
έλαμπε ολόκληρη, Θεέ μου!
Δεν ονειρεύτηκα έκτοτε βαθύτερη ομορφιά.
Νυχτώνω -ξέρω, ναι-
όμως λάμπει επίμονα στο χέρι της το αμύθητο πετράδι
του πρώτου μας καλοκαιριού.

Και τώρα ακόμα
απορώ πού βρίσκει τόσο μένος η αγάπη:
αυτή, μια παλάμη, τρυφερή επιδερμίδα,
δυο άμαχα χεράκια,
να παλεύει σαν τίγρη,
στην ηδονική παγίδα των δακρύων,
που πέσαμε μαζί!

Και τώρα ακόμα
θυμάμαι πως θεωρούσα ομορφιά
τα κυπαρίσσια και τα ρόδα, τα βουνά,
τους λόφους και το κύμα.
Ώσπου μια μέρα είδα των χεριών σου τις πεταλούδες
να μυρώνουνε τον διάφανο αέρα.
Σκέφτομαι κορυδαλλούς να παίζουν μες στις φυλλωσιές,
παιδιά να λιάζονται γυμνά στις ακροποταμιές.

Και τώρα ακόμα
μετά από τόσες νύχτες των λευκών σου σεντονιών
που μου στέρησε ο ύπνος,
σκέπτομαι πως μπορεί να μην υπήρξε
τόσο σκληρός μαζί σου.
Το δικαιούσαι: έκλαψες πολύ.
Φτωχή μου αγάπη,
ο θάνατος στο κήπο τριγυρίζει,
δε θ' αργήσει να εισβάλει στα ερείπια των ελπίδων μου:
φθινοπωριάζει.

Και τώρα ακόμα
θυμάμαι τη παραζάλη της φυγής μας,
εκείνη την απελπισμένη έξοδο
από το σκοτεινό ψέμμα του ύπνου
στη κατάφωτη αλήθεια των ονείρων:
τρέχαμε πλάι στο ποτάμι του χειμώνα,
κι ο ήλιος ξεψυχούσε στα νερά,
δίχως λουλούδια πια και χορτάρια
να χαϊδεύονται στο τρυφερό του φως∙
σήκωσε την τελευταία του ακτίνα
και μας έδειξε ανήμπορα τον δρόμο
για τη Νιρβάνα,
για τη θάλασσα...

Και τώρα ακόμα
σκέπτομαι μάτια σαν το μετάξι πρόθυμα
να περιπαίξουν, να χαϊδέψουν,
να τυλίξουν απαλά το σώμα μου∙
μάτια με βλέφαρα που ανοίγουν άλλα μάτια,
όταν κλείνουν σκιερά.
Σκέπτομαι, σκέπτομαι, θυμάμαι,
το στόμα που αγάπησα, το μυρωμένο στόμα,
τα δροσερά λουλούδια των χειλιών της,
τη μεθυσμένη νύχτα των μαλλιών της,
τα δάχτυλα, σαν τα λιγνά κλαριά που αργοσαλεύουν
τον πολύτιμο καρπό τους.

Και τώρα ακόμα
οι ζωγράφοι όλου του κόσμου,
με τους λεπτούς καμβάδες τους,
τα χρώματα τα εξαίσια,
στις τρυφερές σκιές,
αδυνατούν ν' απεικονίσουν
το φως του ήλιου
στο λυγερό σώμα του κοριτσιού μου.
Ζωγράφος δεν υπάρχει σαν το βλέμμα.

Και τώρα ακόμα
όταν βρέχει μες στη νύχτα,
πλημμυρίζει ασήμι ο κόσμος.
Κλείνω τα μάτια κι ονειρεύομαι το σώμα σου.
Στέκομαι, λέει, πίσω απ' το κρεβάτι μας:
η νύχτα των μαλλιών σου πέφτει αργά
στο έρημο μαξιλάρι.
Απλώνεις ένα χέρι, έσχατο φως
κι αναζητάς να πιάσεις ουρανό.
Μάταιος κόπος.

Και τώρα ακόμα
σκέπτομαι τα πόδια σου
να γυρεύουν να φωλιάσουν στα δικά μου.
Τα ονειρεύομαι συχνά και τώρα ακόμα∙
όπως πάντα βιαστικά και σιωπηλά.
Όταν ξυπνώ δεν κλαίω∙
κι ας είναι η απουσία σου
το πρώτο πράγμα που βλέπω
μες στο άθλιο φως της μέρας.
Τί νόημα έχει πια;
Ήρθε η ώρα να μαζεύω τη ψυχή μου
και να φεύγω.

Και τώρα ακόμα
ξέρω τουλάχιστον πως είδα
τους ανθρώπους ν' αγαπιούνται.
Είδα τον πόθο να τραβά δικούς του δρόμους
μέσα στα μάτια τους.
Το χάρηκα.
Αυτός ο κόσμος που αφήνω πίσω μου
ήταν φτερούγισμα πουλιού,
φωτιές στων λόφων της κορφές.
Αυτός ο κόσμος ήταν σα ζωγραφιστός,
σαν ψεύτικος.
Εκτός απ' το κορίτσι μου.
Αυτή...

Και τώρα ακόμα
παρηγοριά έχει ο θάνατος.
Τουλάχιστον δίνει φτερά, κάπου πετάς,
κι η νύχτα πια δεν έρχεται
με τοίχους γυμνούς κι άδεια κρεβάτια.
Κανένας δε φιλάει τους νεκρούς.
Αν υπάρχει κάποια βρύση -έστω της λησμοσύνης-
μπορείς τουλάχιστον να ξεδιψάσεις.

Και τώρα ακόμα
λέω πως δοκίμασα τουλάχιστον τη γεύση της ζωής.
Μεγάλη ήταν η γιορτή.
Τέλειωσε, πάει.

Όμως -για δες- φως δυνατό!
Αιώνιο φως!

Και μέσα το κορίτσι μου!
Ας έρθει το μαχαίρι.
Έχω γιορτή!

Η κυρά της θάλασσας

Μια φορά κι έναν καιρό, στον απέραντο βυθό της θάλασσας είχε το παλάτι της μία πανέμορφη σειρήνα.

Κάθε μέρα μετά το ηλιοβασίλεμα ανέβαινε πάνω στον αφρό, πάντα σ'ένα συγκεκριμένο σημείο, όπου ήταν ένας μεγάλος βράχος. Εκεί καθόταν, αγνάντευε τα καράβια κι έπαιζε με την κιθάρα της μελωδικούς σκοπούς. Και κάπως έτσι περνούσαν οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια.

Μια μέρα όμως, ένα καράβι πέρασε τόσο κοντά της, που ο καπετάνιος του, μόλις την είδε, θαμπώθηκε από τη ομορφιά της και την ερωτεύτηκε παράφορα.

Τι να έκανε όμως? Το καράβι ταξίδευε και έπρεπε να φτάσει στο προορισμό του! Έπρεπε όμως να της μιλήσει. Να της πει πόσο πολύ ερωτευμένος είναι. Και να τι σκέφτηκε!

Πήρε ένα κομμάτι χαρτί, έγραψε τον καημό του, το έβαλε μέσα σε ένα άδειο μπουκάλι, το έκλεισε με έναν φελλό και το έριξε στη θάλασσα λέγοντας:

Θάλασσα που σ'αγαπώ
Έλα πάρε τον καημό,
Στο'κλεισα στο μπουκαλάκι
Την κυρά σου έχω μεράκι.

Ύστερα ακούμπησε στην κουπαστή και κοιτούσε το μπουκάλι ώσπου χάθηκε από τα μάτια του.

Πέρασαν αρκετές μέρες και κάποια από αυτές η Σειρήνα ανέβηκε πάλι στον αφρό της θάλασσας και βρήκε το μπουκάλι να επιπλέει δίπλα της.

Το άνοιξε και διάβασε τι ήταν γραμμένο μέσα. Αμέσως έπεσε σε μεγάλη περισυλλογή. Τα όμορφα λόγια που διάβασε, έκαναν την καρδιά της να χτυπήσει δυνατά.

Τον αγάπησε μόνο μέσα από ένα κομμάτι χαρτί.

Έπρεπε να βρει τον καπετάνιο. Ναι! Έπρεπε! Αλλά πως? Με ποιον τρόπο? Πήγε λοιπόν και βρήκε τον αδελφό της τον Ποσειδώνα που είναι Βασιλιάς της Θάλασσας και τον παρακάλεσε να ψάξει να βρει τον αγαπημένο της καπετάνιο.

Ο Ποσειδώνας της υποσχέθηκε πως θα εκτελέσει την επιθυμία της, διότι αληθινά ήθελε να την δει ευτυχισμένη.

Η Σειρήνα, γεμάτη χαρά, βούτηξε στο βυθό που ήταν το παλάτι της και άρχισε να χτενίζεται, να πλένεται, να βάφεται. Μέχρι που ειδοποίησε όλες τις γοργόνες να της φτιάξουν το ωραιότερο κολιέ από σπάνια κοράλλια και φιλντισένια όστρακα!

Εκείνες υπάκουσαν στη κυρά της θάλασσας και εκτελούσαν κάθε της διαταγή. Μέχρι και ολομέταξες μπλούζες με χρυσοποίκιλτα στολίδια κατάφεραν να φτιάξουν!

Οι μέρες, όμως, περνούσαν και ο Ποσειδώνας δεν είχε ανακαλύψει το καράβι με τον αγαπημένο καπετάνιο της αδελφής του.



Κάποιο δειλινό, όταν το φεγγάρι άρχιζε να ασημώνει τον ουρανό με το φως του, έπιασε μια τρικυμία, σήκωσε βουνά τα κύματα κι όσα καράβια έτυχε να περνούν από κει θαλασσοπνίγηκαν.

Τα ξάρτια τους έσπασαν και τα πληρώματα βρέθηκαν στον απέραντο ωκεανό, όπου κολυμπώντας προσπαθούσαν να σωθούν.

Ανάμεσά τους κάποιος φώναζε:

-Κυρά της θάλασσας που είσαι? Τα κύματα σταμάτησε! Τα καράβια χάθηκαν, σώσε μας πνιγόμαστε!

Την απελπισμένη φωνή άκουσε ο Ποσειδώνας. Κολύμπησε γρήγορα κατά κει και αμέσως κατάλαβε ότι ήταν ο καπετάνιος που γύρευε τόσο καιρό!

Ο Ποσειδώνας αφού σταμάτησε την τρικυμία και βεβαιώθηκε πως σώθηκαν όλοι οι ναυτικοί του πρότεινε την τρίαινά του. Ο καπετάνιος έπιασε την τρίαινα αμέσως και μαζί με τον βασιλιά της θάλασσας κατέβηκαν στο βυθό όπου ήταν η Σειρήνα καθισμένη στο θρόνο της και τους περίμενε.

Ο καπετάνιος τάχασε! Πρώτα πρώτα γιατί βρήκε την αγαπημένη του αλλά και από τα πλούτη και την πολυτέλεια που περιτριγύριζαν την γοργόνα του! Και αμέσως σκέφτηκε πως δεν είχε καμία ελπίδα να τον αγαπήσει η γοργόνα, ποια γυναίκα θα άφηνε τέτοια πλούτη για έναν άντρα?

Η Σειρήνα διάβασε τη σκέψη του αγαπημένου της καπετάνιου. Σηκώθηκε από τον θρόνο της, του άπλωσε τα χέρια και του έκανε νόημα να πλησιάσει. Εκείνος την πλησίασε και εκείνη λικνίζοντας το κορμί της με την ψαρένια της ουρά και μ'ένα χαμόγελο όλο πονηριά του είπε:

-Σήκωσε το κάθισμα του θρόνου από κάτω θα βρεις ένα χρυσό κασελάκι, άνοιξε το και πες μου τι έχει μέσα.

Πράγματι εκείνος έκανε όπως του είπε η αγαπημένη του. Ανοίγοντας λοιπόν το κασελάκι βρήκε ένα γράμμα, ένα σπαθί, ένα παξιμάδι κι ένα μπουκαλάκι γεμάτο από το νερό της ζωής.

Κοίταξε με απορία την Σειρήνα σαν νά 'θελε να της πει, τώρα τι πρέπει να κάνω? Από την αμηχανία τον έβγαλε η αγαπημένη του λέγοντας:

-Σ'αγαπώ κι εγώ καλέ μου καπετάνιε, όμως υπάρχει κάποια δυσκολία. Για να γίνω γυναίκα σου διάβασε πρώτα το γράμμα

Ο καπετάνιος το άνοιξε αρχίζοντας να διαβάζει δυνατά:

-Για να παντρευτεί η Σειρήνα τον άντρα που θα αγαπήσει, πρέπει πρώτα η ίδια να γίνει άνθρωπος με πόδια και ο μελλοντικός σύζυγος να της προσφέρει ένα παλάτι στη στεριά για να ζήσουν. Μετά, έχοντας για όπλα το σπαθί και το παξιμάδι πρέπει να νικήσει τον στρατό της Νεραϊδοχελώνας που πολιορκεί τον βυθό της θάλασσας και αφού την πιάσει αιχμάλωτη πρέπει να την καταφέρει να του μαρτυρήσει το μυστικό με ποιο τρόπο θα χρησιμοποιήσει το μπουκαλάκι με το νερό της ζωής.

Ο καπετάνιος κούνησε το κεφάλι του, έπιασε από τη μέση την αγαπημένη του και της είπε:

-Η αγάπη μου είναι τόσο μεγάλη που θα κινήσω γη και ουρανό και θα βρω την άκρη και θα σε κάνω γυναίκα μου. Άσε με όμως να ξεκουραστώ λίγο για να έχω καθαρό μυαλό να σκεφτώ.

Πράγματι πήγε να ξεκουραστεί, μα ήταν τόσο ταλαιπωρημένος από το ναυάγιο που τον πήρε ένας βαθύς ύπνος και είδε ένα παράξενο όνειρο.

Ένα μεγάλο γαλάζιο αστέρι με κεφάλι ανθρώπου ήρθε και κάθισε δίπλα του, κρατώντας το γράμμα που πριν λίγο είχε διαβάσει.

-Τι το θέλεις εσύ? Ρώτησε ο καπετάνιος.

-Για σένα το έφερα, απάντησε το αστέρι, και στάσου να ακούσεις προσεκτικά ό,τι θα σου πω.

Ανακάθισε ο καπετάνιος στο κρεβάτι, άνοιξε διάπλατα μάτια και αυτιά και άκουσε προσεχτικά το αστέρι.

-Αυτά που θα ακούσεις είναι η λύση που θέλεις στο αίνιγμα του προβλήματος που γράφει το γράμμα. Λοιπόν, πρώτα πρέπει να πας να εξοντώσεις το στρατό της Νεραϊδοχελώνας.

Στο σπαθί που θα κρατάς στα χέρια σου, εγώ θα δώσω δύναμη και έτσι θα νικήσεις όλο το στρατό. Με το παξιμάδι στο χέρι, πλησίασε το στόμα της Νεραϊδοχελώνας μα πρώτα, πριν της το ρίξεις στο στόμα, βούτηξέ το και τύλιξέ το σε τούτα εδώ τα φύκια.

Μόλις φάει το τυλιγμένο παξιμάδι θα γίνει ήρεμη σαν αρνάκι. Τότε πρέπει να ενεργήσεις γρήγορα. Κόψε της την ουρά και υποχρέωσέ την να σου μαρτυρήσει το μυστικό για το πώς θα χρησιμοποιήσεις το μπουκαλάκι με το νερό της ζωής.

Ύστερα θ'ανέβεις στον αφρό της θάλασσας, παρακαλώντας τον Βασιλιά Ποσειδώνα να σου δώσει ένα καράβι για να πας στις γαλάζιες βουνοκορφές, όπου εκεί θα φτιάξεις το παλάτι που θα καθίσεις με την αγαπημένη σου γυναίκα.

-Και πως θα φτιάξω το παλάτι? Ρώτησε ο καπετάνιος

-Πολύ απλά! Πάρε τόσα βότσαλα όσα τα δωμάτια που θα κάνεις, γέμισε το χρυσό κασελάκι με άμμο, γέμισε κι ένα μεγάλο μπουκάλι νερό της θάλασσας και σαν φτάσεις στις γαλάζιες βουνοκορφές φώναξέ με!

Κατενθουσιασμένος κι ευτυχισμένος ο καλός καπετάνιος ευχαρίστησε το γαλάζιο αστέρι για το καλό που του έκανε, μα κείνη τη στιγμή τ'αστέρι χάθηκε κι εκείνος ξύπνησε αναστατωμένος με όσα είχε δει. Και το πιο παράξενο είναι ότι δίπλα του ήταν ένας μεγάλος σωρός από φύκια!

Έκανε το σταυρό του για την τύχη που είχε και πήγε στην αγαπημένη του Σειρήνα. Της είπε πως είναι έτοιμος να εκπληρώσει το καθήκον του για την ευτυχία τους και κρατώντας το σπαθί, το παξιμάδι και το μπουκαλάκι αποχαιρέτησε την αγαπημένη του.

Νίκησε τον στρατό της Νεραϊδοχελώνας, καθώς και όλα όσα είχε δει στον ύπνο του.

Είχε φτάσει η στιγμή για το μυστικό και η Νεραϊδοχελώνα του είπε πως με το νερό θα πρέπει να ραντίσει την ουρά της Σειρήνας και μετά να πιουν και οι δύο από αυτό!

Έτσι κι έκανε. Και ναι! Καλά το φανταστήκατε! Στη θέση της ουράς εμφανίστηκαν πόδια κι η Σειρήνα έγινε ένας κανονικός άνθρωπος!

Ο καπετάνιος όμως είχε να ολοκληρώσει το έργο του.

Δίνοντας ένα γλυκό φιλί στη αγαπημένη του έφυγε για τις Γαλάζιες βουνοκορφές, όπου εκεί αφού μάζεψε τα βότσαλα φώναξε το γαλάζιο αστέρι!

Το γαλάζιο αστέρι χαμογελώντας κάλεσε το καλό πνεύμα της χαράς και της ευτυχίας και του έδωσε διαταγή να φτιάξει το παλάτι που ήθελε ο καπετάνιος.

Μονομιάς ένα δυνατό φως πλημμύρισε όλον τον τόπο.

Οι βουνοκορφές παραμέρισαν και χιλιάδες εργάτες παρουσιάστηκαν όπου κάθε ένας είχε από τέσσερα χέρια.



Έτσι το παλάτι μέχρι το βράδυ ήταν έτοιμο. Έτσι όλα έγιναν πραγματικότητα για τον καπετάνιο και την Σειρήνα, που ευτυχισμένοι έκαναν τον γάμο τους μέσα σ'ένα καράβι για να μπορεί να είναι στο γάμο και ο αδελφός της ο Ποσειδώνας!

Το τι γλέντι έγινε δεν περιγράφεται. Το καράβι, πλημμυρισμένο φώτα, έμοιαζε σαν γαλαξίας αστεριών, χιλιάδες γοργόνες με τις κιθάρες έπαιζαν μουσική και τραγουδούσαν.

Τα δελφίνια έκαναν βόλτες γύρω από το πλοίο, οι γλάροι είχαν γεμίσει τα ξάρτια και μαζεμένες ψαροπαρέες γύρω από το καράβι περίμεναν με ανοιχτό το στόμα τις λιχουδιές που τους πετούσαν!

Σαν νύχτωσε και το γλέντι τελείωσε, η αυλαία έκλεισε και το νιόπαντρο ζευγάρι πάνω στην χρυσή άμαξα, δώρο του Ποσειδώνα, έφυγαν για το παλάτι τους.

Εκεί ζουν ευτυχισμένοι και όσοι περνούν από τις γαλάζιες βουνοκορφές, λένε ότι ακούνε τα μελωδικά τραγούδια της Σειρήνας να τραγουδά την ευτυχία και την αγάπη του άντρα της...

Ο Ήλιος και η Σελήνη

Όταν ο Ήλιος και η Σελήνη συναντήθηκαν για πρώτη φορά, ερωτεύτηκαν με την πρώτη ματιά και ξεκίνησε μια μεγάλη αγάπη.

Ο κόσμος ακόμα δεν είχε δημιουργηθεί και την ημέρα που ο Θεός αποφάσισε να τον φτιάξει, τους έδωσε το φως τους.

Αποφασίστηκε ότι ο Ήλιος θα φώτιζε τη μέρα και η Σελήνη τη νύχτα. Και έτσι θα ζούσαν χώρια.

Με αυτή την απόφαση, πλημμύρισαν από στενοχώρια, γιατί κατάλαβαν πως θα ζούσαν χωριστά.

Η Σελήνη παρ' όλη τη λάμψη της άρχισε να απομονώνεται και ο Ήλιος από την πλευρά του, παρ' όλο που είχε κερδίσει τον τίτλο του "Βασιλιά των Αστέρων", δεν ήταν ευτυχισμένος.

Ο Θεός που έβλεπε τη θλίψη που είχαν, τους φώναξε και τους εξήγησε πως ο καθένας τους είχε μια ξεχωριστή λάμψη και δεν έπρεπε να είναι θλιμμένοι.

"- Εσύ Σελήνη θα φωτίζεις τα βράδυα και θα μαγεύεις τους ερωτευμένους. Εσύ Ήλιε θα δίνεις λάμψη στη Γη την ημέρα και ζέστη στους ανθρώπους και η παρουσία σου θα τους κάνει όλους πιο ευτυχισμένους."

Η Σελήνη λυπήθηκε για την τύχη της και έκλαψε πικρά...

Και ο Ήλιος βλέποντάς την να υποφέρει αποφάσισε να της δώσει δύναμη και να την βοηθήσει να δεχτεί την απόφαση του Θεού.

Παρ' όλα αυτά, αποφάσισε να ζητήσει μια χάρη από το Θεό:

"-Θεέ μου, βοήθησε τη Σελήνη γιατί είναι πιο ευαίσθητη από μένα και δεν αντέχει τη μοναξιά." Και τότε ο Θεός της χάρισε τ' αστέρια.

Όταν η Σελήνη αισθάνεται μοναξιά, καταφεύγει στ' άστρα, που κάνουν τα πάντα για να την παρηγορήσουν, αλλά ποτέ δεν το πετυχαίνουν.

Σήμερα ζούν χωριστά. Ο Ήλιος προσποιείται ότι είναι ευτυχισμένος και η Σελήνη προσπαθεί να κρύψει τη στενοχώρια της.

Λένε ότι ο Θεός ήθελε η Σελήνη να είναι πάντα γεμάτη και φωτεινή, αλλά δεν τα κατάφερε...Γιατί είναι γυναίκα και καμμιά γυναίκα δεν μπορεί να ζει χωρίς αγάπη.

Όταν είναι ευτυχισμένη είναι γεμάτη και λάμπει. Όταν είναι δυστυχισμένη είναι μισή και ένα τέταρτο και τότε δεν είναι δυνατόν να φανεί η λάμψη της.

Η Σελήνη και ο Ήλιος ακολουθούν τη μοίρα τους. Αυτός, μόνος αλλά δυνατός. Η Σελήνη παρέα με τ' άστρα, αλλά, αδύναμη.

Πολλοί άντρες προσπάθησαν να την αποκτήσουν αλλά δεν μπόρεσαν. Μερικοί πήγαν να τη δουν από κοντά, αλλά και πάλι γύρισαν άπρακτοι. Ποτέ κανείς δεν μπόρεσε να τη φέρει στη Γη ούτε και κανείς κατάφερε να την κάνει να ερωτευτεί.

Ο Θεός τότε αποφάσισε ότι κανένας έρωτας δεν θα είναι αδύνατος. Ούτε του Ήλιου και της Σελήνης. Τότε, δημιούργησε την έκλειψη.

Σήμερα ο Ήλιος και η Σελήνη, ζουν περιμένοντας αυτή τη στιγμή. Αυτή τη στιγμή που τους δόθηκε και που τόσο σπάνια συμβαίνει.

Όταν κοιτάζεις προς τον ουρανό από εδώ και μπρος και δεις τον Ήλιο να σκεπάζει τη Σελήνη, θα είναι γιατί ξαπλώνει πάνω της και κάνουν έρωτα.

Αυτό το έργο αγάπης ονομάστηκε "έκλειψη". Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι αυτη η λάμψη πάθους, είναι τόσο μεγάλη, που συνιστάται να μη βλέπουμε προς τον ουρανό εκείνη τη στιγμή, γιατί τα μάτια μας μπορεί να τυφλωθούν, αντικρύζοντας τόση αγάπη...

Παρασκευή 19 Ιουνίου 2009

Χρόνος κι Αγάπη

Mια φορά κι ένα καιρό,
υπήρχε ένα νησί
στο οποίο ζούσαν όλα τα συναισθήματα.
Εκεί ζούσαν η Ευτυχία, η Λύπη,
η Γνώση, η Αγάπη και όλα τα άλλα συναισθήματα.
Μια μέρα έμαθαν ότι το νησί τους θα βούλιαζε
και έτσι όλοι επισκεύασαν τις βάρκες τους και άρχισαν να φεύγουν.
Η Αγάπη ήταν η μόνη που έμεινε πίσω.
Ήθελε να αντέξει μέχρι την τελευταία στιγμή.
Όταν το νησί άρχισε να βυθίζεται,
η Αγάπη αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια.
Βλέπει τον Πλούτο που περνούσε με μία λαμπρή θαλαμηγό.

Η Αγάπη τον ρωτάει :
«Πλούτε μπορείς να με πάρεις μαζί σου;»
«Όχι, δεν μπορώ» απάντησε ο πλούτος.
«Έχω ασήμι και χρυσάφι στο σκάφος μου
και δεν υπάρχει χώρος για σένα».
Η Αγάπη τότε αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια από την Αλαζονεία
που επίσης περνούσε από μπροστά της σε ένα πανέμορφο σκάφος.
«Σε παρακαλώ βοήθησέ με» είπε η Αγάπη.
«Δεν μπορώ να σε βοηθήσω Αγάπη.
Είσαι μούσκεμα και θα μου χαλάσεις το όμορφο σκάφος μου»
της απάντησε η Αλαζονεία.
Η Λύπη ήταν πιό πέρα και έτσι η Αγάπη
αποφάσισε να ζητήσει από αυτήν βοήθεια.
«Λύπη άφησέ με να έρθω μαζί σου»
«Ω Αγάπη, είμαι τόσο λυπημένη που θέλω να μείνω μόνη μου»
είπε η Λύπη.
Η Ευτυχία πέρασε μπροστά από την Αγάπη
αλλά και αυτή δεν της έδωσε σημασία.
Ήταν τόσο ευτυχισμένη,
που ούτε καν άκουσε την Αγάπη να ζητά βοήθεια.
Ξαφνικά ακούστηκε μια φωνή.

«Αγάπη, έλα προς εδώ. Θα σε πάρω εγώ μαζί μου».

Ήταν ένας πολύ ηλικιωμένος κύριος
που η Αγάπη δεν γνώριζε,
αλλά ήταν γεμάτη από τέτοια ευγνωμοσύνη,
που ξέχασε να ρωτήσει το όνομά του.
Όταν έφτασαν στην στεριά
ο κύριος έφυγε και πήγε στο δρόμο του.
Η Αγάπη γνωρίζοντας πόσα χρωστούσε στον κύριο που τη βοήθησε,
ρώτησε τη Γνώση:
«Γνώση, ποιός με βοήθησε;»
«Ο Χρόνος» της απάντησε η Γνώση.
«Ο Χρόνος;» ρώτησε η Αγάπη.
«Γιατί με βοήθησε ο Χρόνος;»
Τότε η Γνώση χαμογέλασε και με βαθιά σοφία της είπε:
«Μόνο ο Χρόνος μπορεί να καταλάβει
πόσο μεγάλη σημασία έχει η Αγάπη».

Ψυχή και Έρωτας

Δυο αδελφές είχε η Ψυχή - και βασιλιά πατέρα -
κι ήτανε όμορφες πολύ, σαν λιολουσμένη μέρα.
Μα της Ψυχής η ομορφιά ήταν σαν ήλιος ίδια.
Τα μάτια της λαμπύριζαν κάτω απ' αχτίδες φρύδια.
Κι είχε μαλλιά ολομέταξα και μάλαμα ωμοπλάτη
κι είχε σεντόνια σύννεφα και ουρανό κρεβάτι.

Οι δυο αδελφές παντρεύτηκαν, μα η Ψυχή απομένει
ανύπαντρη, γιατί έμεναν μπροστά της θαμπωμένοι
όλοι οι υποψήφιοι γαμπροί κι ούτε ένας δεν τολμούσε
να ναι σκιά μιας γυναικός που ακτινοβολούσε.
Φοβήθηκε ο πατέρας της ανύπαντρη μην μείνει
και το μαντείο ρώτησε, κι αυτό εντολή του δίνει:
στης ερημιάς και στης σιωπής το βράχο να την δέσουν
αφού πιο πριν το νυφικό φουστάνι της φορέσουν.
Τότε, ένα τέρας τρομερό δική του θα την κάμει.
Τ' άκουσε η νέα κι έτρεμε το σώμα της καλάμι ...
Την πήραν, την στολίσανε, στο βράχο την αφήσαν
δεμένη, και περίλυποι στο σπίτι τους γυρίσαν.
Και το κορίτσι έμεινε έντρομο και μονάχο
στης ερημιάς και στης σιωπής τον γρανιτένιο βράχο.

Ξάφνου, ένα κύμα ένιωσε να την σηκώνει αέρα
ψηλά και σαν το πούπουλο εχάθη στον αιθέρα.
Σε μια κοιλάδα βούλιαξε μετά, όπως μες στην λήθη,
και κουρασμένη στο απαλό γρασίδι αποκοιμήθη.
Γλυκό αεράκι φύσηξε και η Ψυχή ξυπνάει.
Σ' ένα παλάτι βρέθηκε, τριγύρω της κοιτάει.
Βλέπει μαρμάρινα σκαλιά, χρυσάφι πολυθρόνες
σ' αίθουσες μ' ελεφαντοστούν πανύψηλες κολόνες.
Πόρτες με διαμαντόπετρες ανοίγουν μοναχές τους,
κουρτίνες αραχνοΰφαντες μεριάζουν τις πτυχές τους.
Φωνές την καλωσόρισαν - μα άνθρωπος δεν φαινόταν -
μόνο φωνές, που σκλάβες της πιστές της θα γινόνταν.

Κύλησε η μέρα, κύλησε ... Κάθε στιγμή, ένα θαύμα
την έκπληκτη περίμενε Ψυχή. Κι όπως το τραύμα
σιγά σιγά επουλώνεται με τον καιρό, το βράδυ
απάλυνε η μοναξιά, σαν μέσα στο σκοτάδι
ένιωσε πλάι της η Ψυχή τ' αντρός την παρουσία,
κι αργά αργά βυθίστηκε σ' αγνώστου συνουσία.
Μια ζεστασιά ως τα κόκαλα και γλύκα ως το μεδούλι
ένιωσε κι ανατρίχιασε της ήβης της το χνούδι ...

Ένιωθε μόνο, ένιωθε ... Να δει όμως δεν μπορούσε
τον άντρα που αγκάλιαζε κι εκείνος της μιλούσε:
«Αν θες, Ψυχή, να ζήσουμε μαζί για πάντα, δω' μου
υπόσχεση πως δεν θα δεις ποτέ το πρόσωπό μου.
Σβυστός ο λύχνος τις νυχτιές θα μένει, και στης μέρας
το φως δεν πρέπει εσύ να δεις την όψη από ένα τέρας,
ειδάλλως θα χωρίσουμε και θα χαθούμε αιώνια.»
Περάσανε μερόνυχτα, βδομάδες, μήνες, χρόνια ...
και η Ψυχή τον άγνωστο παράφορα αγαπάει,
μα νοσταλγία ένιωσε στο σπίτι της να πάει,
να μάθουνε και οι γονείς πως ζει ευτυχισμένη,
που θα νομίζουν, οι άμοιροι, πως είναι πεθαμένη.
Έκλαψε, παρακάλεσε, τον άντρα καταφέρνει.
Φύσηξε πάλι ο άνεμος, πίσω την ξαναφέρνει
στον ίδιο βράχο, της σιωπής, της ερημιάς, και πάλι
βρέθηκε στων γονέων της τη λατρεμένη αγκάλη.
Κι οι παντρεμένες αδελφές γυρίσανε απ' τα ξένα
κι είδαν τα μάτια της Ψυχής που ταν ευτυχισμένα.
Τους είπε για τον άντρα της, που τόσο αγαπούσε:
κι ας ήταν τέρας, πέθαινε γι' αυτόν, για κείνη ζούσε.
Αν και την όψη του ποτέ δεν είδε, για να κρίνει,
πίστευε πως η αγάπη της τον είχε ομορφύνει.
Τότε, η περιέργεια σαν μαύρο φίδι μπήκε
μες στις καρδιές των αδελφών, και σαν φαρμάκι βγήκε
αυτός ο λόγος σφυριχτά κι απ' των δυονών το στόμα:
«Δύστυχη, που τον άντρα σου δεν γνώρισες ακόμα!»
Και συμβουλέψαν την Ψυχή: ο ύπνος σαν τον πάρει
τον άντρα της, αυτή κρυφά ν' ανάψει το λυχνάρι
κι όπως η φλόγα τρέμοντας τα σκότη θα σκορπούσε
να έβλεπε το πρόσωπο εκείνου π' αγαπούσε.

Φύσηξε ο άνεμος ξανά ... και η Ψυχή γυρίζει
στον π' αγαπά ... Σαν νύχτωσε, ο λύχνος σπινθηρίζει
που άναψαν τρεμάμενα της γυναικός τα χέρια
κι είδε την όψη του άντρα της ... Και σβήστηκαν τ' αστέρια
από ντροπή - τόσο έλαμπε το πρόσωπο του νέου!
Του ιδανικού την ομορφιά είχε του πιο ωραίου.
Λιώνει η Ψυχή απ' τον πόθο της ... Και όπως ένα χάδι
σκύβει να δώσει, έπεσε μία σταγόνα λάδι
από το λύχνο, που έγειρε, πάνω στον κοιμισμένο
Έρωτα ... και σαν όνειρο εχάθη ξυπνημένο!
Αυτός ήταν ο άντρας της, το φοβερό το τέρας,
κι απ' τα φτερά του ήτανε εκείνος ο αέρας
που την Ψυχή εσήκωσε σαν πούπουλο μονάχο
στης ερημιάς και στης σιωπής το γρανιτένιο βράχο.
Μόνη από τότε η Ψυχή στον κόσμο τριγυρνάει
και ψάχνει για τον Έρωτα, που μακριά πετάει ...

Πέμπτη 18 Ιουνίου 2009

Οι δύο νέοι

Σ'ένα μπαλκονάκι έρημο, σε σπίτι στοιχειωμένο
στεκόταν μια νεαρή κι έκλαιγε για τη μαύρη μοίρα.
Άϋλα τα χέρια της, τα μάτια της να αγγίξει δεν μπορούσε
μα ο πόνος πιο σαρκικός και ζωντανός από ποτέ.
Τα δάκρυα ολοζώντανα και γεμάτα, έσταζαν στου μπαλκονιού την κόκκινη σκουριά
και σαν σταγόνες από αίμα έπεφταν στης γης το πράσινο χορτάρι.
Πόνος και θλίψη στην ψυχή που στέκει στο έρημο μπαλκόνι.
Τραγούδι αβάσταχτης λύπης βαραίνει το δάσος που την περιτριγυρίζει.
Οι λύκοι τις νύχτες ένωναν το μελαγχολικό τους τραγούδι με το δικό της
κι έπλεκαν μαζί ένα διάφανο μοιρολόϊ.

Έτυχε μια νύχτα όμορφη ένας νέος να χαθεί στου δάσους τις σκιές.
Μα άφοβος σαν ήταν και γενναίο παλικάρι, δεν δίστασε το δάσος να γνωρίσει
κάτω από του φεγγαριού το φως.
Το χέρι του σήκωνε και τα δάχτυλα του περιεργαζόταν ψαχουλεύοντας τον απαλό αέρα.
Ξάπλωσε σε ένα δέντρο να ονειρευτεί και στο ταξίδι του ξεκούραση να δώσει
και κάποια στιγμή, σα να'τανε γραμμένο από την μοίρα, άκουσε το μοιρολόϊ των λύκων και της νεαρής
που στοίχειωνε το έρημο μπαλκόνι.
Σηκώθηκε και ησυχία μέσα του δεν έβρισκε.
Να βρεί την πηγή του θλιμμένου τραγουδιού ήθελε, να ακούσει καθαρότερα τα λόγια.


Περπάτησε μέσα από σκιές και μέσα από τ'αγκάθια των μαύρων θάμνων,
έκοβε πολλές φορές με το σπαθί τα κλαδιά που σαν δαινόνια χέρια τον δρόμο του έκλειναν
και του κώβαν το μονοπάτι.
Και μέσα στην αγωνία του και την μεγάλη θέληση του,
κάτω από το μπαλκόνι βρέθηκε και στάθηκε σαστισμένος.
Το τραγούδι δυνατό και ο αέρας κρύος...
Οι λύκοι ουρλιάζανε σα να ήρθε το μεγάλος Τέλος!


Μα το τραγούδι μάγεψε τις επιθυμίες του γενναίου νέου
και πήγε κάτω από το μπαλκόνι της νεαρής και ξάπλωσε καταγής.
Έκλεισε τα μάτια του και αφέθηκε στα λόγια...
Λόγια που πονούσαν στην καρδιά και θολώναν το μυαλό...
Μια ιστορία άκουσε, μιας νεκρής ωραίας κόρης...
Που κάποιος νέος την κορόϊδεψε και τέλος στην ζωή της πρόλαβε να δώσει.
Και τώρα χωρίς αγάπη και αγκαλιά, φυλακισμένη σε ένα μπαλκόνι περιμένει
μήπως και έρθουν τα γλυκά πουλιά και ανατήλει πάλι ο ήλιος.
Η ψυχή της τον δρόμο της να βρεί μαζί με μια αγάπη.


Κι ο νέος ακούγοντας τα λόγια έκλαψε και πόνεσε μαζί της
Να την δει την δύναμη δεν είχε, μόνο να την ακούει.
Τα δάκρυα της ένιωθε πάνω στο μέτωπο του
και την αγάπησε τρελά με πάθος και με όρκο!
Και θόλωσε του νέου το μυαλό και δεν έλεγχε τις σκέψεις!
Πήρε το σπαθί γερά απ'τη λαβή και την μύτη του γύρισε
στης καρδιάς του τους παλμούς σταματημό να βάλει.

Και όλα πέρασαν σαν αέρας που σταματά τον χρόνο.
Δεν ένιωσε τίποτα, καμιά αλλαγή, κανένα πόνο.
Σήκωσε το βλέμμα του και είδε στο μπαλκόνι μια κοπέλα.
Γαλάζιο φόρεμα φορούσε... Μάτια βουρκωμένα γκριζογάλανα,
μαύρα σαν την νύχτα τα μαλλιά της... Και ρόδα σκέπαζαν τα μάγουλα της.
Έτρεξε στου σκοτεινού σπιτιού τις σκάλες και στο μπαλκόνι βρέθηκε
τα χέρια της στα δικά του να πάρει.
Σαστισμένη η νεαρή τον κοίταξε στα μάτια
κι εκείνος νέο τραγούδι έπλεξε, γεμάτο έρωτα κι αγάπη
και σαν επίλογο έβαλε επιθυμίες του γλυκού ουρανού...

Και τότε τα δάκρυα έπαψαν, και το μοιρολόι χάθηκε μαζί με τις σκιές του δάσους.
Και οι λύκοι αλυχτούσαν για θρίαμβο και πάθος!
Και τα πουλιά κελαηδούσαν για δρόμους γεμάτους φως!
Και οι δυο νέοι αγκαλιάστηκαν στου μπαλκονιού την ερημιά...
Και τότε γέμισε με χρώμα το κάγκελο και η σκουριά χάθηκε στην γης την καταχνιά...

http://like-wolves-life.pblogs.gr/tags/skepseis-gr/pages/12.html

Κυριακή 14 Ιουνίου 2009

Το Τραγούδι της Σίλνελ



Σε σας μιλάω Πνεύματα του Δάσους και της Νύχτας,
σε σας που μ'αναθρέψατε με την μαγεία των προγόνων μου.

Τώρα είναι μακριά και ο κόσμος πέφτει στην Σκιά.

Δεν υπάρχει Μαγεία και τραγούδια Ξωτικά για να ξυπνήσουν
τους Χρυσούς Αετούς που πέτρινοι πια φυλάνε την Πύλη της Αβύσσου.

Ο Κόσμος στο τέλος του φτάνει και την αγάπη μου αρπάζει με νύχια κοφτερά
και μακριά την σέρνει.

Τα δάκρυα μου κεντώ στο δροσερό χορτάρι...

Την φωτιά που πλησιάζει να σκεπάσουν, με την ελπίδα να την σβήσουν.

Όλη η Χάρη που μου έχει δοθεί, όπλο κι ευχή σαν τείχος να σταθεί.

Το Κακό πίσω να στείλει και την αγάπη μου πίσω να μου φέρει.

Γιατί η καρδιά μου είναι μισή χωρίς εκείνον στο πλάϊ
Και δεν θα υπάρξει άλλη στιγμή, για την Σίλνελ του Ούλθελ και της Ρίλα
Στην τελευταία Νύχτα την Αστροφώτιστη την ψυχή μου θα χαρίσω
και το σώμα μου θα στείλω στων χαράδρων τις πνιχτές Σκιές, πίσω ελπίδα
να μην έχει να επιστρέψει.

Φύλακα των Παλαιών Καιρών και Αγάπη της Αθάνατης Ψυχής μου!
Αν με ακούς εκεί στην άκρη του Κόσμου, την προσευχή μου πάρε
και γύρω σου τύλιξε την!

Φύλακα των Παλαιών Καιρών και Σύντροφε των Φωτινών μου Ονείρων!
Αν με ακούς εκεί στην άκρη του Κόσμου, το τραγούδι μου πάρε
και στη μαύρη νύχτα, φώς να δεις και όραση καλή να έχεις!

Φύλακα των Παλαιών Καιρών και Αστερόφως της Ζωής μου!

Η Μοίρα μας είναι καλά δεμένη και χιλιοτραγουδισμένη!

Οι ψυχές μας χώρια ποτέ δεν θα βρεθούν!

Είτε στην ζωή του όμορφου Βορρά
Είτε στα Ουράνια Παλάτια των Όσλαρ
Μαζί θα είμαστε...

Αν με ακούς εκεί... στην άκρη του Κόσμου...

Σ'αγαπώ...


http://like-wolves-life.pblogs.gr/tags/istories-gr.html

Οι Δύο Λύκοι

Ένα βράδυ ένας γέρος ινδιάνος της φυλής Τσερόκι,

μίλησε στον εγγονό του για τη μάχη

που γίνεται μέσα στην ψυχή των ανθρώπων

και του είπε:

"Γιέ μου, η μάχη γίνεται ανάμεσα σε δυο λύκους
που έχουμε όλοι μέσα μας"

Ο ένας είναι το Κακό. Είναι ο θυμός, η ζήλια, η
θλίψη, η απογοήτευση, η απληστία, η αλαζονεία,
η ενοχή, η προσβολή, τα ψέματα, η ματαιοδοξία, η υπεροψία, και το εγώ.

Ο άλλος είναι το Καλό. Είναι η χαρά, η ειρήνη, η
αγάπη, η ελπίδα, η ηρεμία, η ταπεινοφροσύνη,
η ευγένεια, η φιλανθρωπία, η συμπόνια, η
γενναιοδωρία, η αλήθεια, η ευσπλαχνία.'

Ο εγγονός το σκέφτηκε για ένα λεπτό και μετά
ρώτησε τον παππού του: "Ποιος λύκος νικάει;"

Ο γέρος Ινδιάνος Τσερόκι απάντησε απλά:
"Αυτός που ταΐζεις."


Συγχώρα με που ταϊζω τον πρώτο λύκο...

Σάββατο 13 Ιουνίου 2009



POUR QUE TU M'AIMES ENCORE
"So that you'll love me again"

J'ai compris tous les mots, j'ai bien compris, merci
Raisonnable et nouveau, c'est ainsi par ici
Que les choses ont change, que les fleurs ont fane
Que le temps d'avant, c'etait le temps d'avant
Que si tout zappe et lasse, les amours aussi passent

I understood all the words, thanks, I've got the message
Sensible and new, it's like that over here too
Things have changed, the flowers have faded
The past is the past
If everything zaps and bores us, love also passes off

Il faut que tu saches

You have to know

J'irai chercher ton coeur si tu l'emportes ailleurs
Meme si dans tes danses, d'autres dansent tes heures
J'irai chercher ton ame dans les froids dans les flammes
Je te jetterai des sorts pour que tu m'aimes encore

I'll go get your heart if you take it away
Even if your hours of dancing are danced with others
I'll go get your soul in the cold in the flames
I'll cast spells over you so that you'll love me again

Fallait pas commencer m'attirer me toucher
Fallait pas tant donner moi je sais pas jouer
On me dit qu'aujourd'hui, on me dit que les autres font ainsi
Je ne suis pas les autres
Avant que l'on s'attache, avant que l'on se gache

You shouldn't have begun, attracted me, touched me
You shouldn't have given so much, I don't know how to play games
They tell me that today, they tell me that others do it like this
I'm not the others
Before the involvement, before the break-up

Je veux que tu saches

I want you to know

J'irai chercher ton coeur si tu l'emportes ailleurs
Meme si dans tes danses, d'autres dansent tes heures
J'irai chercher ton ame dans les froids dans les flammes
Je te jetterai des sorts pour que tu m'aimes encore

I'll go get your heart if you take it away
Even if your hours of dancing are danced with others
I'll go get your soul in the cold in the flames
I'll cast spells over you so that you'll love me again

Je trouverai des langages pour chanter tes louanges
Je ferai nos bagages pour d'infinies vendanges
Les formules magiques des marabouts d'Afrique
J'les dirai sans remords pour que tu m'aimes encore

I'll find languages to praise you in
I'll pack our luggage for endless journeys
The magic enchantments of the African marabou
I'll say them without remorse so that you'll love me again

Je m'inventerai reine pour que tu me retiennes
Je me ferai nouvelle pour que le feu reprenne
Je deviendrai ces autres qui te donnent du plaisir
Vos jeux seront les autres si tel est ton desir
Plus brillante plus belle pour une autre etincelle
Je me changerai en or pour que tu m'aimes encore

I'll crown myself queen so that you'll hold me again
I'll renew myself to kindle old flames
I'll be these others who give you pleasure
Your games will be ours if that's what you wish
More brilliant more beautiful, for another spark
I'll turn myself into gold so that you'll love me again


Don't you ever forget me

Se fossi qui con me questa sera
If you were here with me tonight
Sarei felice e tu lo sai.
I'd be happy and you know it
Starebbe meglio anche la luna,
Even the moon would be better
ora più piccola che mai.
that now is smaller than ever.
Farei anche a meno della nostalgia
I would even get rid of the melancholy
Che da lontano
That from far away
Torna per portarmi via
Comes back to take me away
Del nostro amore solo una scia
From our love, just a wake
Che il tempo poi cancellerà
That time will then erase
E nulla sopravviverà.
And nothing will survive.

Non ti scordar mai di me,
Don't ever forget me
di ogni mia abitudine,
nor any custom of mine
in fondo siamo stati insieme
after all we stayed together
e non è un piccolo particolare.
and that is not just a small detail.
Non ti scordar mai di me,
Don't ever forget me
della più incantevole fiaba
nor the most amazing fairytale
che abbia mai scritto,
that I've have ever written
un lieto fine era previsto e assai gradito.
a happy end was foreseen and very much enjoyed.

Forse è anche stata un po’ colpa mia
Maybe it was a bit my fault too
Credere fosse per l’eternità.
Believing it would last for ever.
A volte tutto un po’ si consuma,
Sometimes everything fades away
senza preavviso se ne va.
and goes away without previous notice.

Non ti scordar mai di me,
Don't ever forget me
di ogni mia abitudine,
nor any custom of mine
in fondo siamo stati insieme
after all we stayed together
e non è un piccolo particolare.
and that is not just a small detail.
Non ti scordar mai di me,
Don't ever forget me
della più incantevole fiaba
nor the most amazing fairytale
che abbia mai scritto,
that I've have ever written
un lieto fine era previsto e assai gradito.
a happy end was foreseen and very much enjoyed.

Non ti scordar…
Don't forget...
Non ti scordar…
Don't forget...

Non ti scordar mai di me,
Don't ever forget me
di ogni mia abitudine,
nor any custom of mine
in fondo siamo stati insieme
after all we stayed together
e non è un piccolo particolare.
and that is not just a small detail.
Non ti scordar mai di me,
Don't ever forget me
della più incantevole fiaba
nor the most amazing fairytale
che abbia mai scritto,
that I've have ever written
un lieto fine era previsto e assai gradito.
a happy end was foreseen and very much enjoyed.

Παρασκευή 12 Ιουνίου 2009

...Μια ακόμη Ιστορία...

Ήταν μια φορά κι έναν καιρό μακρινό ένας κόσμος διαφορετικός...
Χωρισμένος στα δύο, στο καλό και στο κακό.
Ζούσαν για έναν μεγάλο διάστημα αρμονικά, μέχρι που κάποια ξεχασμένη στιγμή τα σύνορα τους έσπασαν...
Σύγκρουση μεγάλη ήρθε ανάμεσα τους και κράτησε για πολλά πολλά χρόνια.
Ερείπια και θάνατος απλώθηκε στον κόσμο όταν ο πόλεμος σταμάτησε.
Ο ήλιος αρνήθηκε να ξαναβγεί και το φεγγάρι γύρισε την πλάτη του την σκοτεινή.
Έμεινε το αχνό φώς του Αποσπερίτη και των λίγων άστρων για να φωτίζει τον κατεστραμένο κόσμο.
Τα όνειρα χαθήκανε και η πηγή της ελπίδας στέρεψε.
Γεννήθηκαν οι Εφιάλτες και οι Σκιές και εξουσίαζαν τον κόσμο για αρκετό καιρό.
Στην πορεία των καιρών παρουσιάστηκε μια μάγισσα με ισχυρές δυνάμεις.
Κατάφερε με τον καιρό να εξουσιάσει τους Εφιάλτες και τις Σκιές και στην συνέχεια άρπαξε το φως του Αποσπερίτη και των άστρων και τα έκλεισε μέσα στην σκοτεινή της καρδιά.
Ο κόσμος πλέον φως δεν είχε και όλα τα όντα, καλά ή κακά, τυφλώθηκαν.
Τους έβλεπε μόνο εκείνη μέσα από την μαγική της δηλητηριώδη ματιά.
Όλα ερήμωσαν... Φυλές αφανίστηκαν... Η Φύση πέθαινε γοργά...
Οι νυχτερίδες έτρωγαν τα τελευταία νυχτοπούλια...
Και οι τελευταίοι Άνθρωποι και Ξωτικά φοβόντουσαν πια να κοιμηθούν γιατί οι Εφιάλτες τους επισκέπτονταν και τους εγκλώβιζαν σε ένα θάλαμο σκοτεινό όπου με μανία ορμούσαν οι συγκεντρωμένες Σκιές και τους κατασπάραζαν τις ψυχές.
Στο πέρασμα των πιο σκοτεινών χρόνων οι δρόμοι τριών τελευταίων απογόνων ενώθηκαν με τις ευλογίες μιας ανύπαρκτης ελπίδας.


Μια Ξωτικιά, ένας Άνθρωπος κι ένας Λύκος.
Όλοι τους είχαν κινήσει να βρουν την μάγισσα που εξουσίαζε τα πάντα με σκοπό να την φυλακίσουν στα βάθη της Αβύσσου.
Τα ονόματα τους δεν μας έγιναν γνωστά γιατί ξεχάστηκαν στα μονοπάτια μιας τρελής του χρόνου κούρσας.
Ο χρόνος είχε τρέξει τόσο γρήγορα μετά το Τέλος του κόσμου αυτού για να τα αφήσει όλα πίσω του και να μη τα θυμηθεί ποτέ ξανά κανείς.
Οι τρείς τους, λοιπόν, κίνησαν για τον πύργο της μάγισσας.
Στον δρόμο τους οι Σκιές και οι Εφιάλτες τους αντιστέκονταν σθεναρά αλλά οι τρείς τελευταίοι απόγονοι των γενιών τους ήταν τόσο αποφασισμένοι και τόσο χαρισματικοί που έσπαγαν κάθε αντίσταση.
Μετά από λίγο καιρό και μεγάλο κόπο, έφτασαν έξω από τον πύργο της μάγισσας που τον φρουρούσαν δυο γιγάντιοι φρουροί.
Οι Πατέρες των Εφιαλτών και των Σκιών.
Περίμεναν πολλές μέρες οι τρείς ήρωες μήπως και απομακρυνθούν από τις θέσεις τους οι φρουροί αλλά μάταια...
Εκείνοι έμεναν ακίνητοι στις θέσεις τους.
Ώσπου ο Λύκος γέννησε ένα σχέδιο στο μυαλό του και το μοιράστηκε με τους συντρόφους του.
Γοργοπόδαρος όπως ήταν και ταχύτατος σαν τον άνεμο τον παλιό, έτρεξε μπροστά στους δυο φρουρούς και τους προκάλεσε να τον πιάσουν.
Οι δυο φρουροί ένιωσαν μεγάλη προσβολή αφού κανείς δεν υπήρξε μέχρι τώρα να τολμήσει να τους προκαλέσει. Κι έτσι τον κυνήγησαν. Ο Λύκος μπήκε μέσα στο δάσος κι έτρεχε από εδώ και από εκεί μπερδεύοντας τους με την πορεία που θα ακολουθούσε. Η Ξωτικιά έπλεξε λέξεις της παλιάς της φυλής και τους ζάλισε την όραση ώσπου έχασαν την γή κάτω από τα πόδια τους κι έπεσαν. Τότε ο Άνθρωπος με το σπαθί των Πατέρων του τους κάρφωσε στις καρδιές τους και τους έστειλε στο Απόλυτο Κενό.
Τώρα ο δρόμος για τον πύργο ήταν αφύλαχτος και ανοιχτός για τους τρείς ήρωες.
Έτρεξαν γοργά μέσα με σκοπό να εφνιδιάσουν την μάγισσα.
Μπήκαν στον πύργο κι έψαξαν όλα τα δωμάτια και τις αίθουσες του αλλά η μάγισσα άφαντη...
Τότε σκέφτηκαν πως θα έπρεπε να χωριστούν μήπως και την πετύχουν κάπου κρυμένη και να της φράξουν κάθε δρόμο διαφυγής.
Έπρεπε όμως να καλέσουν αμέσως βοήθεια για να τρέξουν όλοι, καθώς η μάγισσα ήταν το ισχυρότερο πλάσμα σε εκείνο τον κόσμο και μόνος του κανένας δεν θα μπορούσε να την νικήσει.
Κι έτσι χωρίστηκαν...
Η Ξωτικιά βρέθηκε σε μια σκοτεινή αίθουσα αλλά η όραση της δεν ήταν δυνατή για να μπορεί να κοιτάξει πίσω από τα σκοτεινά πέπλα που γέμιζαν τον χώρο.
Έτσι... πετάχτηκε απότομα η μάγισσα μέσα από την σκοτεινιά και την ακινητοποίησε με λέξεις ισχυρές...
Έσυρε την Ξωτικιά έξω από την αίθουσα και κάλεσε τους δυο συντρόφους της να εμφανιστούν μπροστά της.
Κι έτσι έγινε...
Ο Λύκος και ο Άνθρωπος στέκονταν μπροστά στην μάγισσα που κρατούσε παγωμένη και ακίνητη την Ξωτικιά.
Στο ένα χέρι κρατούσε ένα δηλητηριασμένο σπαθί και στο άλλο το σώμα της Ξωτικιάς.
Δεν μίλησε... Απλά χαμογέλασε φρικτά κι έκανε δυό φορές την κίνηση να την σκοτώσει...
Στην τρίτη ο Λύκος επιτέθηκε για να ελευθερώσει την Ξωτικιά μα τα μάτια της τον έριξαν στο πάτωμα ακίνητο κι εκείνο...
Ο Άνθρωπος έτρεξε με το σπαθί ψηλά αλλά στον σταμάτησε η φωνή της...
"Έναν από τους δυο θα σώσεις... Έναν από τους δυο θα σκοτώσεις..."
Κι ο Άνθρωπος λύγισε... Γιατί απάντηση στην ερώτηση δεν υπήρχε για να δώσει... Και ήξερε καλά πως όλα είχαν χαθεί...
Ο Λύκος μπορούσε να σκεφτεί τις επόμενες κινήσεις και σκέψεις τις μάγισσας και με βάσανο μεγάλο προσπαθούσε να κουνήσει και να ελευθερώσει το σώμα του...
Ο Άνθρωπος έριξε το σπαθί του κάτω ζητώντας να σκοτωθεί ο ίδιος στην θέση εκείνων.
Η μάγισσα έριξε το σπαθί της προς τον Άνθρωπο μα ο Λύκος μετά από κόπο και υπερπροσπάθεια ελευθερώθηκε και όρμησε ανάμεσα στον Άνθρωπο και το σπαθί...
Τον διαπέρασε από την πλάτη στο στήθος κι έπεσε στην αγκαλιά του Ανθρώπου...
Η Ξωτικιά κοιτούσε παγωμένη μα τα μάτια της έτρεμαν κι έσταζαν δάκρυα σιωπής και πόνου.
Ο Άνθρωπος πήρε το σπαθί του κι έτρεξε προς την μάγισσα κι όταν έφτασε κοντά της με υψωμένο το σπαθί, εκείνη πέταξε πάνω του την Ξωτικιά.
Για να μη την τραυματήσει, έριξε το σπαθί και την έπιασε στην αγκαλιά του...
Τότε η μάγισσα τους έδεσε με μάγια σκοτεινά και έσυρε και τους τρείς ήρωες έξω από τον πύργο και κάπου εκεί τους άφησε τον ένα πλάϊ στον άλλο και σηκώνοντας τα χέρια ψηλά μια σκοτεινή φλόγα σκέπασε τα κορμιά των τριών ηρώων...
Πόνος και φρίκη στο τύλιγμα της φλόγας... Βγαλμένη από την καρδιά της Αβύσσου...
Η Ξωτικιά έσβησε και ο Λύκος που ξεψυχούσε ώρα τώρα γύρισε και ψυθίρησε στον Άνθρωπο μια τελευταία σκέψη... και χάθηκε κι αυτός μέσα από ένα θριαμβευτικό ουρλιαχτό...
Ο Άνθρωπος κοίταξε προς τα σκοτεινά βουνά πριν σβήσει και η δική του η ματιά και είδε αχτίδες φωτός να ξεπροβάλουν...
Κι εκεί χάθηκε μαζί με τους τρείς συντρόφους του...
Ο κόσμος εκείνος χάθηκε μέσα στις επόμενες στιγμές και η μάγισσα φυλακίστηκε για πάντα στο στόμα του Απόλυτου Κενού.
Λένε πως κανένα όπλο Ανθρώπινο ή Ξωτικό και κανένα Λυκίσιο ουρλιαχτό δεν θα μπορούσε να νικήσει εκείνο το κακό... Όμως στην πιο κρίσιμη στιγμή γεννήθηκε το ισχυρότερο όπλο πάνω σε εκείνον τον κόσμο και ήταν εκείνο που ξύπνησε τον ήλιο και αναδύθηκε ξανά και το φεγγάρι γύρισε το φωτινό του πρόσωπο. Και από την καρδιά της μάγισσας ελευθερώθηκε ο Αποσπερίτης και τα αστέρια κι έπνιξαν τις Σκιές και τους Εφιάλτες...
Το δυνατότερο και αγνότερο όπλο πάνω σε εκείνον το κόσμο, που μέσα του πήγαζαν τέσσερις δυνάμεις...

Η Φιλία, η Αγάπη, η Αυτοθυσία και η Ελπίδα...

Πέρασαν πάρα πολλά χρόνια μέχρι να δημιουργηθεί ένας νέος κόσμος βασισμένος σε αυτές τις τέσσερις δυνάμεις. Κι όταν φτιάχτηκε η ομορφιά του ήταν μεγαλύτερη και από του έναστρου νυχτερινού ουρανού.

Όμως... δεν ήταν γραφτό να επικρατήσει για πάντα...

Μόνο κάποιες μικρές φωτιές του επέζησαν σκόρπιες στον κόσμο που ζούμε σήμερα...

Και μια από αυτές διηγήθηκε αυτή η ιστορία...


Φίλοι λύκοι συγχωρήστε με για την αντιγραφή...
http://like-wolves-life.pblogs.gr/tags/istories-gr.html

Ο Άνθρωπος και η Μοίρα

Πριν πολλά-πολλά χρόνια, στις αρχές των πρώτων Εποχών του Κόσμου, οι Άνθρωποι ζούσαν ελεύθεροι χωρίς το βάρος της Σκιάς μοίρας. Κάποια σκοτεινή στιγμή, οι Δυνάμεις του Ουρανού αποφάσισαν πως ο κάθε άνθρωπος θα έπρεπε να έχει μια άϋλη οντότητα που θα τον συνοδεύει σε κάθε του βήμα και που θα καθορίζει την ζωή του από την γέννηση ως τον θάνατο. Αυτές οι αόρατες οντότητες ονομάστηκαν Μοίρες οι οποίες καθόριζαν πλέον την κάθε στιγμή των Ανθρώπων. Κι έτσι οι Άνθρωποι έχασαν την ελευθερία τους και ήρθαν χρόνια σκοτεινά και άβουλα.
Ώσπου, ένας Άνθρωπος αποφάσισε να τα βάλει με την Μοίρα του...

Καθισμένος σε έναν βράχο να ατενίζει τον μακρινό ορίζοντα, δεν μπορούσε να βρεί ηρεμία στην ψυχή του. Ήταν ο πρώτος από τους Ανθρώπους που προβληματίστηκε για την τύχη της πορείας της ζωής του. Δεν μπορούσε να ησυχάσει στην γνώση ότι κάτι άλλο καθόριζε την τύχη του και τα βήματα του πάνω σε αυτόν τον κόσμο. Έτσι λοιπόν αποφάσισε να τα βάλει με τις Δυνάμεις του Ουρανού αλλάζοντας την Μοίρα του.
Ο καιρός μετά την απόφαση του πέρασε με σκέψεις και σχέδια που θα τον βοηθούσαν να φτάσει στο κατόρθωμα που επιζητούσε. Κι έτσι, μια μέρα, έπλασε το καλύτερο σχέδιο που θα μπορούσε να σκεφτεί θνητός. Να ξεγελάσει την Μοίρα...

Μια όμορφη νύχτα ξάπλωσε δίπλα σε μια λίμνη κι έκλεισε τα μάτια μένοντας ακίνητος σα να κοιμάται. Ήρθε ο ήλιος, ήρθε ξανά το φεγγάρι, ξαναήρθε ο ήλιος ξανά μανά το φεγγάρι... Ήταν ζωντανός αλλά δεν έκανε καμιά κίνηση. Έμενε ακίνητος κι έτσι η Μοίρα δεν μπορούσε να ελέγξει τα βήματα και τις κινήσεις στην ζωή του. Έκανε υπομονή... Έφτασε στα όρια του θανάτου από την πείνα και το κρύο αλλά το πείσμα του και το πάθος του στόχου του υπερνικούσαν κάθε εμπόδιο και απειλή.

Έτσι... δύο φεγγάρια μετά, εμφανίστηκε δίπλα του μια πανέμορφη κοπέλα. Γονάτισε δίπλα του και τον κοίταξε καλά. Τα μάτια της καθρέφτιζαν τον έναστρο ουρανό και οι κόρες της το φεγγάρι. Τα μαλλιά της ήταν η νύχτα... Άπλωσε τα χέρια της και άγγιξε το πρόσωπο του ανθρώπου. Προσπαθούσε να καταλάβει τους σκοπούς της ακινησίας που επέβαλε στον εαυτό του. Δεν μιλούσε, δεν μπορούσε να μιλήσει, απλά τον κοίταζε και προσπαθούσε να καταλάβει.

Τότε ο άνθρωπος άνοιξε τα μάτια του και την κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια. Έμοιαζε πραγματικά σα να κατέβηκε ο νυχτερινός ουρανός στην γη με μορφή θνητής γυναίκας. Της κράτησε απαλά το χέρι και την στιγμή που προσπάθησε να της πει κάτι, έχασε τις αισθήσεις του από την εξάντληση.

Πέρασαν μέρες πολλές και ο άνθρωπος ζούσε μέσα στο σκοτάδι ενός μεγάλου ύπνου. Όταν συνήλθε ο καιρός είχε περάσει μα για εκείνον ήταν σα να πέρασε μονάχα μια στιγμή της μέρας. Με έκπληξη είδε την κοπέλα να στέκεται δίπλα του και να του χαμογελά. Τον φρόντισε έτσι ώστε να γεμίσει ξανά με δυνάμεις και υγεία. Πέρασαν μέρες μαζί εκεί κοντά στην λίμνη και πολλές ήταν εκείνες οι νύχτες που ο άνθρωπος σαν μαγεμένος την κοιτούσε μέσα στα αστροφωτισμένα μάτια της. Της έπλεξε τραγούδια αγάπης και ομορφιάς κι εκείνη τα δεχόταν σαν ουράνιο δώρο.

Όλα κυλούσαν όμορφα και μοναδικά για τους δυο νέους, μέχρι που ο άνθρωπος θυμήθηκε τον σκοπό του...
Τότε θέλησε να τον αποκαλύψει στην κοπέλα που τον συντρόφευε και αυτό έκανε...
Εκείνη δάκρυσε και μελαγχόλισε... Άκουσε τους λόγους που τον έφεραν να πάρει τέτοια απόφαση και αναστέναξε με κατανόηση. Δεν ήξερε ότι οι Μοίρες στην ουσία σκλάβωναν την ελευθερία των Ανθρώπων. Πήρε στα χέρια της τα χέρια του νέου και κοιτόντας τον στα μάτια του μίλησε μέσα στις σκέψεις του.

" Είμαι η Μοίρα σου, σταλμένη από τον Ουρανό. Τα βήματα σου καθόριζα όπως μου πρόσταξαν οι Άρχοντες μου. Δεν ένοιωθα για σένα τίποτα, μόνο κοιτούσα να κάνω καλά το έργο που μου ανέθεσαν. Όπως και η κάθε Μοίρα, έτσι κι εγώ, δεν γνώριζα πόσο πολύτιμη είναι η ελευθερία στα βήματα της ζωής σας. Αυτή είναι η μορφή μου κι εσύ με ανάγκασες να της δώσω ύλη. Μένοντας ακίνητος για τόσες μέρες, δεν μπορούσα να καθορίσω την συνέχεια της ζωής σου, των στιγμών σου. Μα τώρα έμαθα και τα λόγια σου κρύβουν μόνο αλήθειες. Άϋλη δεν θα ξαναγίνω και Μοίρα της ζωής σου δεν θα ξανασταθώ. Όμως... αν δίπλα σου με θέλεις σαν γυναίκα της καρδιάς με χαρά μου θα σταθώ... Γιατί κοντά σου έμαθα να αγαπώ και να ακούω..."


Ο νέος έκπληκτος, έμεινε σιωπηλός... Θυμός και Αγάπη μέσα του συγκρούονταν αλλά επικράτησε η σκέψη της γαλήνιας νύχτας. Διπλά κερδιζμένος ήταν. Και την Μοίρα νίκησε αλλά και ελεύθερος πλέον είναι, μα και την αγάπησε και με την σειρά του την ελευθέρωσε από τα δικά της δεσμά. Και μάλιστα την αγάπησε πολύ...

Κι έτσι... έζησαν μαζί για πολύ καιρό. Τα χρόνια πέρασαν από πάνω τους και άγγιξαν τα σώματα τους, μα όχι την αγάπη τους. Πολλές Μοίρες παρακολουθούσαν, αόρατες, την περίεργη αυτή αγάπη και άλλες την καταλάβαιναν άλλες πάλι όχι. Μα καμιά δεν θέλησε από όσες ποθούσαν μια τέτοια αγάπη να φανερωθούν στους Ανθρώπους που καθόριζαν τις τύχες τους.

Η ζωή συνεχίστηκε... Οι Μοίρες συνέχισαν να καθορίζουν τους Ανθρώπους και μερικές από αυτές άφηναν κάποιες χαραμάδες ελευθερίας στος Ανθρώπους που ονομάστηκαν "Ελπίδες".

Κι έτσι επικράτησε μέχρι σήμερα στις Νέες Εποχές του Κόσμου που ζούμε.
Ο Άνθρωπος και η Μοίρα που ένωσαν τις ζωές του με την αγάπη τους, άϋλοι πλέον, ζούνε σε έναν Κόσμο μακρινό που αναπνέει σε έναστρο νυχτερινό ουρανό.

Ήταν ο Πρώτος Άνθρωπος μετά τις σκοτεινές εποχές που κατάφερε να κερδίσει την ελευθερία του και να αλλάξει την Μοίρα του, έχοντας την στην αγκαλιά του για πάντα...

Ο επόμενος δεν έχει έρθει ακόμη. Και ελπίζουμε ο Πρώτος να μην είναι και ο Τελευταίος...
Ίσως στον καιρό μας να υπάρξει ο Δεύτερος...

Ελπίζουμε σε αυτό. Ελπίζουμε γιατί κάποιες Μοίρες μας χάρισαν κάποιες μικρές χαραμάδες ευτυχίας...
Όπως ένα αστέρι καταφέρνει να ξεπροβάλει μέσα από μια μικρή χαραμάδα ενός σκοτεινά συννεφιασμένου ουρανού...

http://like-wolves-life.pblogs.gr/tags/istories-gr.html